Quantcast
Channel: ΑΠΟΛΟΓΗΤΙΚΑ – kantonopou’s blog
Viewing all 56 articles
Browse latest View live

Κωνσταντίνος Αντωνόπουλος, Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος για την αγία Μαρία Μαγδαληνή

0
0

Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος για την αγία Μαρία Μαγδαληνή

Κωνσταντίνος Ι. Αντωνόπουλος, θεολόγος M.Th.
            Στο παλαιοδιαθητικό ποίημα του βιβλίου των Παροιμιών με τίτλο “Η ἀνδρεία γυναίκα”  (Πρμ 29,10-31) και στο ερώτημα “Γυναίκα ανδρεία ποιός θ᾿ ανακαλύψει; Αυτή είναι πολυτιμότερη κι απ᾿ τά πολύτιμα πετράδια” είναι σαν να δίνει απάντηση ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος όταν χαρακτηρίζει την αγία Μαρία τη Μαγδαληνή «σπουδαιοτάτη», «τέτραθλος καὶ ἀνδρεία γυνή» (Ι. Χρυσοστόμου λόγος 40).
          Ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσό­στομος ερμηνεύοντας τα Ευαγγέλια, ξεκαθαρίζει ποιες και πόσες ήταν οι γυναίκες που ά­λειψαν με μύρα την κεφαλή και τα πόδια του Κυρίου και ότι δεν έχουν καμία  σχέση με την αγία Μαρία Μαγδαληνή. Ο άγιος μάλιστα έχει γράψει και Λόγους με θέμα την πόρνη γυναίκα που μετανόησε και η οποία είναι ένα πρόσωπο άγνωστο και ανώνυμο. ( Ι. Χρυσοστόμου Ερμηνεία στο Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, Ομιλία Π” και Ερμηνεία στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιον Ομιλία Ξβ”- «Εις την πόρνην και εις τον Φαρισαίον, τη αγία και μεγάλη Τετάρτη». Ρ.G. τόμ. 59, 531. ).
          Στην ερμηνεία του στο Κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο αναφέρεται στην  αγία Μαρία Μαγδαληνή που μόνη της μέσα στη νύχτα ξεκινά να πάει πρώτη στον Τάφο και  γράφει «πάνυ γαρ περί τον Διδάσκαλον φιλοστόργως έχουσα…» (Ομιλία ΠΕ”).  Καθώς φτάνει, βρίσκει τον Τάφο αδειανό, τον λίθο αποκεκυλισμένο. Και τότε σκέφτεται ότι κάποιοι έκλεψαν το Άγιο Σώμα του Ιησού (Ιω. κ”, 1). «Το ασθενέστερον γένος ανδρειότερον εφάνη τότε», γράφει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος.
        Στην 86η Ομιλία του ερμηνεύει την αγγελοφάνεια και την πρώτη εμφάνιση του αναστάντος ως προνόμιο της πονεμένης γυναίκας, της οποίας η ανάγκη για παρηγοριά ήταν μεγάλη. Για τον θρήνο μάλιστα της Μαρίας της Μαγδαληνής έξω από τον Τάφο γράφει: «Το γυναικείο φύλο διακρίνεται κατά κάποιον τρόπο για την λεπτότητα των αισθημάτων του και έχει μεγαλύτερη τάση προς οίκτο. Αυτό το λέγω, για να μην απορήσεις, γιατί τέλος πάντων, η Μαρία θρηνούσε πικρά στον τάφο, ενώ ο Πέτρος δεν έκανε κάτι παρόμοιο… Οι μαθητές, λοιπόν, έφυγαν για να επιστρέψουν στα Ιεροσόλυμα, ενώ εκείνη στάθηκε κοντά στον τάφο. Ήταν μεγάλη παρηγοριά να βλέπει το μνήμα. Να, την κοιτάζεις, που σκύβει και θέλει να δει τον τόπο όπου βρισκόταν το σώμα, προκειμένου να παρηγορηθεί; Γι” αυτό και έλαβε μεγάλο μισθό, γι” αυτήν την μεγάλη φροντίδα της. Γιατί εκείνο που δεν είδαν οι Μαθητές, το είδε πρώτη η γυναίκα. Είδε δηλ. δύο Αγγέλους, να κάθονται ο ένας προς το μέρος των ποδιών και ο άλ­λος προς το μέρος της κεφαλής, με λευκή ενδυμασία και το πρόσωπο γεμάτο από πολλή φαιδρότητα και χαρά» ( Ι. Χρυσοστόμου Ερμηνεία στο Κατά Ιωάννην Ευαγγέλιο, Ομιλία Πστ”)
        Την περικοπή  του Κατά Ιωάννη 20 την παρουσιάζει ο Χρυσόστομος σαν μια εισαγωγή της Μαγδαληνής στο μυστικό της πίστης: ούτε ο κενός τάφος ούτε τα μόνα οθόνια, ακόμη και αυτή η εμφάνιση του αγγέλου ή του Κυρίου δεν επιτρέπουν στη Μαρία Μαγδαληνή να κατανοήσει τα πράγματα. Μόλις ο αναστημένος Κύριος την καλεί με το όνομά της, τότε μόνο μπορεί να πιστέψει ότι εκείνος ζει. Την ορθή ερμηνεία του «μη μου άπτου» δίνει ο ιερός Χρυσόστομος λέγοντας ότι ο Κύριος, θέλει να την διδάξει ότι είναι πλέον στη δόξα του, ότι αυτός είναι ο Θεός και ανήκει τόσο σ ‘ αυτήν όσο και σ‘ ολόκληρο τον κόσμο, ότι πρέπει να πλησιάζει μ’ ένα άλλο φρόνημα. Υψώνει το νου της στα υψηλότερα, έμμεσα και σιγά-σιγά, λέγοντας ότι «δεν ανέβηκε ακόμη στον Πατέρα του». Έτσι, επισημαίνει ο ιερός Χρυσόστομος, δείχνει ότι εκεί, στον Πατέρα, σκοπεύει και σπεύδει να πάει. «Τον δε εκεί μέλλοντα απιέναι και μηκέτι μετά ανθρώπων στρέφεσθαι, ουκ έδει μετά της αυτής οράν διανοίας, ης και προ τούτου» (Εις Ιωάννην, Ομιλία 86,2• ΕΠΕ 14,704).
       Στο τέλος της ομιλίας του, ο Ιωάννης Χρυσόστομος εξάγει το συμπέρασμα ότι η Μαρία Μαγδαληνή έλαβε προσωπικά από τον Κύριο την εντολή να αποβεί η παραμυθία των μαθητών με τον ευαγγελισμό της εμφάνισής Του και των λεγομένων Του: «απήγγειλε δε και την όψιν και τα ρήματα, άπερ ικανά ην αυτούς παραμυθήσασθαι».
       Αξιώθηκε έτσι η αγία Μαρία να συναντηθεί πρώτη με τον αναστημένο Χριστό και στη συνέχεια τιμήθηκε από τον Κύριο με το να γίνει απόστολος στους αποστόλους Του, κήρυκας στους μαθητές Του, ευαγγελίστρια στους Ευαγγελιστές. Γνωστοποίησε πρώτη δηλαδή στον κύκλο των μαθητών Του την έγερσή Του από τον τάφο (Ι. Χρυσοστόμου, Ερμηνεία στο κατά Ιωάννη Ευαγγέλιο, Ομιλία Πστ”).  

Ισλαμοχριστιανική τερατογένεση στο Αριστοτέλειο

0
0
Η απλούστερη λύση θα ήταν η επανασύσταση της ΕιδικήςΠαιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης, η οποία επί 40 χρόνιαεκπαίδευε δασκάλους για τους μουσουλμανόπαιδες
Κάθε σώφρων και καλοπροαίρετος Έλληνας αποδέχεται το δικαίωμα των Ελλήνων υπηκόων μουσουλμανικού θρησκεύματος που ζουν στη Θράκη να απολαμβάνουν δικαιωμάτων και ελευθεριών σε πλαίσιο ισονομίας. Προέκυψε, λοιπόν, προσφάτως το ερώτημα πως θα εκπαιδεύονται σε επίπεδο Πανεπιστημιακό οι θρησκευτικοί λειτουργοί της μειονότητας. Η απλούστερη λύση θα ήταν η επανασύσταση της Ειδικής Παιδαγωγικής Ακαδημίας Θεσσαλονίκης, η οποία επί 40 χρόνια εκπαίδευε δασκάλους για τους μουσουλμανόπαιδες.

Με τη μεταροπή της από τριετούς σε τετραετούς φοιτήσεως και την προσθήκη μουσουλμανικών θεολογικών μαθημάτων διδασκομένων από Έλληνες υπηκόους θα έδινε λύση στο πρόβλημα ώστε να μην καταφεύγουν οι ενδιαφερόμενοι σε γειτονικές ή άλλες μουσουλμανικές χώρες.

Εν τούτοις μία ομάδα καθηγητών του Τμήματος Θεολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου επέλεξε μία εθνικώς, επιστημονικώς και χριστιανικώς προβληματική πρόταση, η οποία πρέπει να εμποδισθεί και να απορριφθεί από το Υπουργείο Παιδείας. Προτείνουν την ίδρυση Προγράμματος -ουσιαστικά Τμήματος-  Ισλαμικών Σπουδών μέσα σε μία Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή. Η πρόταση αυτή ψηφίσθηκε από 25 επί συνόλου 73 μελών του Διδακτικού Επιστημονικού Προσωπικού της Θεολογικής Σχολής, αλλά έφτασε μέχρι τη Σύγκλητο με την επιμονή μιας μειοψηφίας καθηγητών. Ενώπιον της Συγκλήτου οι υποστηρικτές του Ισλαμικού Τμήματος παραδέχθηκαν ότι δεν υπάρχει ικανός αριθμός Ισλαμολόγων καθηγητών και το νέο Τμήμα θα εισαγάγει Άραβες και άλλους Ισλαμολόγους από τη Μέση Ανατολή. Ως προς τη χρηματοδότηση οι υποστηρικτές του εγχειρήματος δήλωσαν ότι θα λάβουν χρήματα από το Ομάν και πιθανόν από άλλα μουσουλμανικά κράτη!
Ευρισκόμεθα ενώπιον πρωτοφανούς ισλαμοχριστιανικης τερατογενέσεως με απρόβλεπτες συνέπειες. Μία ή πολλές ισλαμικές χώρες (το Ομάν σημειωτέον ότι ψηφίζει υπέρ των Τουρκοκυπρίων στην Ισλαμική Διάσκεψη) θα επηρεάζουν με τα χρήματά τους μία Ορθόδοξη Θεολογική Σχολή, θα επιβάλλουν τους καθηγητές που εκείνες θέλουν με κριτήρια μή ελεγχόμενα από την Ελλάδα και θα αναγκάσουν τους Ορθοδόξους καθηγητές της Θεολογικής Σχολής να αυτολογοκρίνονται και να μην διδάσκουν τη Δογματική της Ορθοδοξίας για να μην προκαλέσουν την αντίδραση των μουσουλμάνων φοιτητών, οι οποίοι θα παρακολουθούν ένα μίγμα ισλαμικών και χριστιανικών μαθημάτων.
Το Ισλαμικό Πρόγραμμα θα ενταχθεί στο Τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ ενώ το συγγενές Τμήμα Ποιμαντικής και Κοινωνικής Θεολογίας αντέδρασε εντόνως. Δημιουργείται και το ερώτημα πώς είναι δυνατόν να απαιτεί η Πολιτεία την αξιολόγηση των Πανεπιστημιακών Τμημάτων με αυστηρά και διεθνώς ανταγωνιστικά κριτήρια και από την άλλη πλευρά να κυοφορείται ένα Ισλαμικό Τμήμα χωρίς επαρκείς διδάσκοντες και χωρίς οικονομική αυτοδυναμία. 
Οι εθνικές συνέπειες είναι ορατές κι επεκτείνονται σε πολλούς τομείς. Μέχρι σήμερα εκατοντάδες Ιεράρχες και Πατριάρχες Ορθοδόξων Εκκλησιών σπουδάζουν ή αποκτούν διδακτορικά από τη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης μεταφέροντας στη χώρα τους ένα πνεύμα ισχυρού φιλελληννισμού. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ο εμπερίστατος Πατριάρχης Αντιοχείας  Ιωάννης Ι΄, ο Αρχιεπίσκοπος Αχρίδος Ιωάννης που φυλακίσθηκε από τη σκοπιανή κυβέρνηση και άλλοι. Τώρα οι άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες έστειλαν μηνύματα ότι θα παύσουν να αποστέλλουν στη Θεολογική Σχολή Θεσσαλονίκης τα στελέχη τους  διότι ενοχλούνται από την ανάμιξη Ορθοδοξίας και Ισλάμ. Μην ξεχνούμε ότι οι Ορθόδοξοι του Πατριαρχείου Αντιοχείας σφάζονται από Ισλαμιστές, οι Σέρβοι βλέπουν τα  μοναστήρια του Κοσσυφοπεδίου γκρεμισμένα από φανατικούς Αλβανούς Μουσουλμάνους κλπ. Το Ισλαμικό Πρόγραμμα της Θεσσαλονίκης θα αποστερήσει τη χώρα μας από πολλούς και πολύτιμους πρεσβευτές του Ελληνισμού. Οι απανταχού Ορθόδοξοι θα στραφούν στις Θεολογικές Σχολές της Ρωσίας. 
Το Οικουμενικό Πατριαρχείο θα ζημιωθεί από το Ισλαμικό Πρόγραμμα του Τμήματος Θεολογίας. Οι Τούρκοι θα σβήσουν κάθε ελπίδα για τη Χάλκη λέγοντας: Αφού μία Ορθόδοξη Σχολή εκπαιδεύει μουσουλμάνους, τότε και μία Ισλαμική Σχολή θα εκπαιδεύει Ορθοδόξους κληρικούς! Η Θεολογική Σχολή του Πατριαρχείου θα καταντήσει τμήμα μιας Ισλαμικής Θεολογικής Σχολής. Τα έχουν σκεφθεί όλα αυτά οι οπαδοί του Προγράμματος Ισλαμικών Σπουδών;
Κωνσταντίνος Χολέβας
Εφημερίδα Δημοκρατία

Παρανοήσεις Ιουλιανού για την πτώση.

0
0

Πρόσφατα, διάβασα κάποια πράγματα για τον αυτοκράτορα Ιουλιανό που έμεινε στην ιστορία ως «Αποστάτης» και «Παραβάτης». Προσωπικά, θα συμφωνούσα με τον πρώτο χαρακτηρισμό, και θα διαφωνούσα με τον δεύτερο. Θεωρώ, ότι καλώς χαρακτηρίστηκε ως «Αποστάτης», μιας και υπήρξε ένα μικρό διάστημα της ταραγμένης ζωής του, Χριστιανός, αλλά κακώς χαρακτηρίστηκε ως «Παραβάτης», μιας και ο κάθε άνθρωπος έχει δικαίωμα στην ζωή του να διαλέγει τι θέλει να είναι, και να προσπαθεί να βάζει σε εφαρμογή την ιδεολογία του, έστω και αν αυτή είναι η επαναφορά της αρχαίας εθνικής θρησκείας, δεδομένου ότι ο Ιουλιανός δεν κυνήγησε άμεσα τον Χριστιανισμό, όπως οι πρότεροι μη Χριστιανοί αυτοκράτορες της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Δεν θα μπορούσε άλλωστε, μιας και το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού είτε είχε ασπαστεί τον Χριστιανισμό, είτε έδειχνε αδιαφορία ως προς τα θρησκευτικά πράγματα. Αυτά, θα τα δούμε από τα ίδια τα γραπτά του Ιουλιανού, σε επόμενα άρθρα. 

Προσωπικότητα ταραγμένη (και σε αυτό έχει μεγάλο μερίδιο ευθύνης και το συγγενικό του περιβάλλον), αλλά συνάμα ανήσυχη και φιλομαθής. Την μητρική φροντίδα δεν την γνώρισε ποτέ, μιας και η μητέρα του πέθανε λίγο καιρό μετά την γέννησή του. Ο πατέρας του δολοφονήθηκε όταν ο Ιουλιανός ήταν επτά χρονών. Εικάζεται, όπως αναφέρει ο σχολιαστής της μετάφρασης των Απάντων του Ιουλιανού του οποίου διάβασα το βιβλίο, ότι η δολοφονία έγινε με την ενθάρρυνση του εξαδέλφου του, του αυτοκράτορα Κωνστάντιου, για πολιτικούς λόγους. Λίγο αργότερα, την μόρφωση του Ιουλιανού αναλαμβάνει ο θείος του και επίσκοπος, ο Ευσέβιος Νικομηδείας, που ήταν θερμός οπαδός του Άρειου. Κατά την είσοδό του στην εφηβεία, ο Ιουλιανός βαπτίζεται Χριστιανός, και χειροτονείται «αναγνώστης», με την αρμοδιότητα να διαβάζει εντός του ναού διάφορες περικοπές της Αγίας Γραφής. Παρά ταύτα, ο Ιουλιανός δεν γνωρίζει καλά την Ορθόδοξη Χριστιανική πίστη ούτε την βιώνει (κάτι το οποίο φαίνεται και από την ρηχότητα των επιχειρημάτων του κατ’ αυτής), αρχίζει να κρατά απόσταση, ενώ παράλληλα ελκύεται από την διδασκαλία του Λιβάνιου, και εν συνεχεία γίνεται Νεοπλατωνικός. Πνεύμα φιλομαθείας αλλά ταυτόχρονα και δεισιδαίμων (κάτι το οποίο προκύπτει αβίαστα από σημεία των επιστολών του), άνθρωπος που θέλει να παρουσιάζεται ως ανεξίθρησκος αλλά ταυτόχρονα με μίσος κατά της Χριστιανικής διδασκαλίας, αντιφατικός μέσα στον λαβύρινθο της ψυχής του, αφήνει το στίγμα του μέσα στην ανθρώπινη ιστορία. Σε αυτήν την σειρά αναρτήσεων «Ιουλιανός ο Αποστάτης», θα απαντήσουμε στις ενστάσεις που προβάλει ο Ιουλιανός, οι οποίες παράλληλα είναι ενστάσεις που επαναλαμβάνουν και σήμερα ορισμένοι. Πρέπει να διευκρινίσουμε ότι ο Ιουλιανός δεν πρωτοτυπεί στα επιχειρήματά του, αλλά επαναλαμβάνει τον Πορφύριο του 3ου αιώνα και τον Κέλσο του 2ου. Στο σημερινό, θα δούμε το αν ο Θεός απαγόρευσε την γνώση στον στον άνθρωπο.
Γράφει ο Ιουλιανός στο έργο του «Κατά Γαλιλαίων Λόγος Α’»:
«Το σπουδαιότερο είναι ότι ο θεός απαγόρευσε στον άνθρωπο να γευτεί τη φρόνηση, από την οποία πιο πολύτιμο δε θα μπορούσε να υπάρχει για τον άνθρωπο. Διότι είναι βέβαια φανερό ακόμη και στους ανόητους ότι η διάκριση του καλού από το χειρότερο είναι έργο της φρόνησης· επομένως το φίδι είναι περισσότερο ευεργέτης και όχι καταστροφέας του ανθρωπίνου γένους. Για τους  λόγους αυτούς ο θεός πρέπει να χαρακτηρίζεται φθονερός. Διότι, όταν είδε ότι ο άνθρωπος μετέχει στην φρόνηση, για να μην απολαύσει, λέει, το ξύλο της ζωής, τον έδιωξε από τον παράδεισο λέγοντάς του κατηγορηματικά· ‘’Ιδού, Αδάμ γέγονεν ως εις εξ ημών του γινώσκειν καλόν και πονηρόν. Και νυν μήποτε εκτείνη την χείρα και λάβη από του ξύλου της ζωής και φάγη και ζήσεται εις τον αιώνα’’» [1]
Ας δούμε πρώτα το επίμαχο απόσπασμα: «Και εφύτευσε Κύριος ο Θεός παράδεισον εν τη Εδέμ κατά ανατολάς και έθεσεν εκεί τον άνθρωπον, τον οποίον έπλασε. Και Κύριος ο Θεός έκαμε να βλαστήση εκ της γης παν δένδρον ώραίον εις την όρασιν και καλόν εις την γεύσιν· και το ξύλον της ζωής εν μέσω του παραδείσου και το ξύλον της γνώσεως του καλού και του κακού [..] Προσέταξε δε Κύριος ο Θεός εις τον Αδάμ λέγων, Από παντός δένδρου του παραδείσου ελευθέρως θέλεις τρώγει, από δε του ξύλου της γνώσεως του καλού και του κακού δεν θέλεις φάγει απ” αυτού· διότι καθ” ην ημέραν φάγης απ” αυτού, θέλεις εξάπαντος αποθάνει» (Γένεση, 2:8-9. 16-17).
Όπως παρατηρούμε από την αφήγηση του Μωυσή, τόσο το «δέντρο» της ζωής, όσο και το «δέντρο» της γνώσης του κακού και του καλού, ο Θεός έκανε ώστε να βλαστήσει. Αυτό σημαίνει, ότι το «δέντρο της γνώσης» είναι δημιούργημα του Θεού, συνεπώς δεν είναι κακό η γνώση, διότι ο Θεός δεν δημιουργεί κανένα κακό. Όμως, λέει στον Αδάμ να μην φάει από αυτό το «δέντρο». Σύμφωνα με την διδασκαλία της Εκκλησίας, αυτή η εντολή είχε προσωρινό χαρακτήρα. Δεν ήταν ακόμη ώριμος πνευματικά ο Αδάμ για να γευθεί τον καρπό του. Όταν θα ωρίμαζε, τότε ο Θεός θα έδινε σε αυτόν και την Εύα.
Ο άνθρωπος πλάστηκε δεκτικός (βάση της προαιρέσεώς του) και με την προοπτική να γίνει τέλειος (τελειοποιημένος πνευματικά), αφού ομοιώνονταν κατά χάρη με τον Θεό, δια των ακτίστων ενεργειών του Θεού και δια της υπακοής. Ο Θεόφιλος Αντιοχείας, στο δεύτερο βιβλίο «Προς Αυτόλυκον», αναφέρει:
«Θεις δε ο θεός τον άνθρωπον, καθώς προειρήκαμεν, εν τω παραδείσω εις το εργάζεσθαι και φυλάσσειν αυτόν, ενετείλατο αυτώ από πάντων των καρπών εσθίειν, δηλονότι και από του της ζωής, μόνου δε εκ του ξύλου του της γνώσεως ενετείλατο αυτώ μη γεύσασθαι.Μετέθηκεν δε αυτόν ο θεός εκ της γης, εξ ης εγεγόνει, εις τον παράδεισον,διδούς αυτώ αφορμήν προκοπής, όπως αυξάνων και τέλειος γενόμενος, έτι δε και θεός αναδειχθείς, ούτως και εις ουρανόν αναβή [..]» [2].
Η είσοδος του Αδάμ στον επίγειο παράδεισο της Εδέμ, είχε σκοπό παιδαγωγικό, και «αφορμή προκοπής», ώστε να αυξηθεί και να γίνει τέλειος.
Συνεπώς, το κακό δεν βρίσκονταν στο «δέντρο» αυτό, αλλά στην ανυπακοή. Σχολιάζει πάλι ο Θεόφιλος Αντιοχείας·
«Το μεν ξύλον το της γνώσεως αυτό μεν καλόν και ο καρπός αυτού καλός. Ου γαρ, ως οίονται τινές, θάνατον είχεν το ξύλον, αλλ’ η παρακοή. Ου γαρ τι έτερον ην εν τω καρπώ η μόνον γνώσις. Η δε γνώσις καλή, επάν αυτή οικείως τις χρήσηται. Τη δε ούση ηλικία όδε Αδάμ έτη νήπιος ην· διό ούπω ηδύνατο την γνώσιν κατ’ αξίαν χωρείν. Και γαρ νυν, επάν γενηθή παιδίον, ουκ ήδη δύναται άρτον εσθίειν, αλλά πρώτον γάλακτι ανατρέφεται, έπειτα κατά πρόσβασιν της ηλικίας και επί την στερεάν τροφήν έρχεται. Ούτως αν γεγόνει και τω Αδάμ. Διό ουχ ως φθονών αυτώ ο θεός, ως οίονται τινές, εκέλευσεν μη εσθίειν από της γνώσεως. Έτι μην και εβούλετο δοκιμάσαι αυτόν, ει υπήκοος γίνεται τη εντολή αυτού [..] Ούτως και τω πρωτοπλάστω η παρακοή περιεποιήσατο εκβληθήναι αυτόν εκ του παραδείσου· ου μέντοι γε ως κακού τι έχοντος του ξύλου της γνώσεως, δια δε της παρακοής ο άνθρωπος εξήντλησεν πόνον, οδύνην, λύπην, και το τέλος υπό θάνατον έπεσεν. Και τούτο δε ο θεός μεγάλην ευεργεσίαν παρέσχεν τω ανθρώπω, το μη διαμείναι αυτόν εις τον αιώνα εν τη αμαρτία όντα» [3].
Ο διάβολος δια του όφεως, όχι μόνο δεν ήταν ευεργέτης του ανθρώπου, αλλά αντιθέτως, στάθηκε αφορμή της πτώσης του, εφόσον ο Αδάμ και η Εύα (με την θέλησή τους σαφώς), δέχτηκαν την εισήγηση του εχθρού, ότι δήθεν θα έφταναν στην κατά χάρη θέωση όχι μένοντας και υπακούοντας σε αυτό που τους είπε ο Δημιουργός, αλλά ακούγοντας αυτόν που τους σύστησε την αυτό- θέωση.
Γράφει σχετικά ο π. Αντώνιος Αλεβιζόπουλος: «Ο όφις έβαλε πονηρό λογισμό στην Εύα, ότι μπορούσε να φθάσει στο ‘’καθ’ ομοίωση’’ και στην ‘’γνώση’’, όχι ακολουθώντας το δρόμο του Θεού, αλλά απορρίπτοντας το Θείο θέλημα και υψώνοντας το προσωπικό θέλημα πάνω από την βούληση του Θεού [..] ήταν πράξη εγωιστική, τροφή που η βρώση της ήταν καταδικασμένη να είναι κοινωνία μόνο με τον εαυτό του ανθρώπου, όχι με τον Θεό» [4].
Και για να μην μείνει το κακό αθάνατο, για αυτό ο Θεός επιτρέπει τον θάνατο «προς καιρόν». Επιτρέπει και παραχωρεί προς ευεργεσία. Δεν τον έφτιαξε ο θεός τον θάνατο. Είναι σαφές αυτό στην Αγία Γραφή: «ο Θεός έκτισε τον άνθρωπον επ’ αφθαρσία και εικόνα της ιδίας ιδιότητος εποίησεν αυτόν· φθόνω δε διαβόλου θάνατος εισήλθεν εις τον κόσμον» (Σοφία Σολομώντος 2: 23-24). «Ότι ο Θεός θάνατον ουκ εποίησεν, ουδέ τέρπεται επ” απωλεία ζώντων. Έκτισε γαρ εις το είναι τα πάντα, και σωτήριοι αι γενέσεις του κόσμου» (Σοφία Σολομώντος 1:13-14).
Ομοίως και το κακό, το οποίο δεν έχει ουσία και υπόσταση, αλλά βρίσκεται στην προαίρεση και είναι έλλειψη.
Ενδιαφέροντα είναι τα σχόλια και του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου·
«Εις αυτά ανήκε το δέντρο της γνώσεως, το οποίο ούτε φυτεύτηκε από την αρχή με κακό σκοπό, ούτε απαγορεύτηκε από φθόνο –ας μη φθάσουν μέχρι εκεί οι γλώσσες των εχθρών του Θεού, και ας μην μιμηθούν τον όφιν. Αλλά ήταν μεν καλό εάν το δοκίμαζε κανείς στον κατάλληλο καιρό, διότι το δέντρο, κατά την άποψή μου, ήταν η θέα του Θεού, την οποία μπορούσαν να πλησιάσουν χωρίς να κινδυνεύουν μόνο εκείνοι οι οποίοι είχαν τελειοποιηθεί με την άσκηση, αλλά δεν ήταν καλό για τους αδοκίμαστους ακόμη και τους πιο λαίμαργους ως προς την επιθυμία, όπως η σκληρή τροφή δεν είναι ωφέλιμη για εκείνους οι οποίοι είναι ακόμα αδύνατοι και έχουν ανάγκη από γάλα» [5].
«Μας παραδόθηκε ο παράδεισος για να τρυφήσουμε. Λάβαμε την εντολή, για να δοξασθούμε αφού την φυλάξουμε, όχι επειδή αγνοούσε ο Θεός εκείνο το οποίο θα γίνονταν, αλλά επειδή ήθελε να μας παραχωρήσει το αυτεξούσιο. Έχουμε εξαπατηθεί, επειδή μας φθόνησαν. Έχουμε πέσει, επειδή έχουμε παραβεί την εντολή, έχουμε αναγκασθεί σε νηστεία επειδή δεν νηστεύσαμε και μας κατανίκησε η επιθυμία της γεύσεως του καρπού του δέντρου της γνώσεως. Διότι η εντολή ήταν παλαιά και σύγχρονος με μας, ένα μέσο διαπαιδαγωγήσεως της ψυχής και σωφρονισμού από τις απολαύσεις.Την λάβαμε εύλογα για να την απολαύσουμε, αφού την τηρήσουμε [..]» [6].
Ο Θεός διόρθωσε το λάθος του ανθρώπου και ξανά έδωσε στον άνθρωπο την δυνατότητα να φτάσει στην κατά χάρη ομοίωση, γινόμενος άνθρωπος (θεάνθρωπος) το δεύτερο πρόσωπο της Αγίας Τριάδας, ο Θεός Λόγος. Για αυτό, η σωτηρία δεν έχει νομικό χαρακτήρα (όπως και η πτώση που δεν έχει νομικό χαρακτήρα), αλλά καθαρά οντολογικό. Σώζεται ο άνθρωπος από την φθορά και τον θάνατο. Η σωτηρία έγινε, εφόσον η ανθρώπινη φύση στο πρόσωπο του θεανθρώπου Χριστού, νίκησε τον διάβολο και την αιχμαλωσία της πτώσεως. Ένα μόνο μένει, που εναπόκειται στον άνθρωπο· η θεραπεία της θελήσεώς του. 
Πηγές
[1] Άπαντα Ιουλιανού, εκδόσεις Ζήτρος, τόμος 3, μετάφραση Θ. Μαυρόπουλου, σελ. 173
[2] ΒΕΠΕΣ 5, σελ. 38
[3] ΒΕΠΕΣ 5, σελ. 38-39
[4] Η Ορθοδοξία μας, σελ. 113
[5] ΕΠΕ 5, σελ. 55
[6] ΕΠΕ 5, σελ. 231

Τα «ευαγγέλια» της Νέα εποχής

0
0
υπό του Αρχ. Γρηγορίου Κωνσταντίνου Διδάκτορος Θεολογίας
Γενικά περί «ευαγγελίων της Νέας Εποχής»
Σήμερα η «Νέα Εποχή» ως θρησκευτικό Κίνημα[1] έχει καθιερωθεί στο λεξιλόγιο. Από την δεκαετία του 1970 τα κινήματα που ξεπήδησαν άρχισαν ν’ αποκτούν μια δημόσια αναγνώριση και πολλοί άνθρωποι αναζήτησαν σε αυτά μια πνευματική ολοκλήρωση. Η αναβίωση του πνευματισμού και η είσοδος των ανατολικών πνευματικών αναζητήσεων δεν είναι βέβαια νέο. Η «Νέα Εποχή» μέσα στην δεκαετία του 1960 στην απόρριψη των παραδοσιακών ηθικών αξιών, την  υλιστική κοινωνία, την επανεξέταση των δυτικών μοντέλων σκέψης και ορισμένα πολεμικά γεγονότα, όπως του Βιετνάμ, αποτελούσαν τις βασικές αιτίες που συνέβαλαν στην έναρξη μιας αλλαγής και ενός άλλου ευαγγελίου. Αυτό το «ευαγγέλιο», η καλή είδηση υποστηρίζει ότι η απόλυτη και αιώνια ευτυχία εξαρτάται από την μυστικιστική σχέση με το θείο που βρίσκεται μέσα στον άνθρωπο. Η σωστή εμπειρία της σχέσεως αυτής και δυνατότητας, οδηγεί τον άνθρωπο να βρει την ταυτότητα ή την θεία αρχή που διέπει το σύμπαν. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να είναι ο ίδιος ο άνθρωπος μέρος της παγκόσμιας κοσμικής τάξης…
Η γνώση του «Ευαγγελίου» της «Νέας Εποχής» είναι ότι ο Θεός παραμερίστηκε, ο Χριστός είναι στο περιθώριο με έμφαση στην επιθυμία του ανθρώπου να είναι το κέντρο της συμπαντικής πραγματικότητας. Τα Κινήματα της «Νέας Εποχής» γενικά είναι θρησκευτικά, και δεν επικεντρώνονται στο Θεό αλλά στον άνθρωπο, μέσα από τις επιθυμίες και τα συναισθήματα. Το «ευαγγέλιο» λοιπόν αναφέρεται στην ειδωλολατρική θεώρηση του ανθρώπου. Αναφέρεται στην δημιουργία της αυτοεκτίμησης, ή κάποιας αυτοεκτίμησης, αυτό-αγάπης, αυτοπραγμάτωσης κ. ά.
Το «ευαγγέλιο» της «Νέας Εποχής» είναι ένα  νέο μέτωπο για τους χριστιανούς και την Εκκλησία του Χριστού που πρέπει να αντιμετωπιστεί. Η Νέα Εποχή ως νέο θρησκευτικό Κίνημα ξεπερνά όλα τα θρησκευτικά, πολιτικά, κοινωνικά σύνορα και δεν έχει κανένα κύριο ηγέτη που να την εκπροσωπεί, όπως επίσης και καμιά συγκεκριμένη πόλη ως έδρα. Αυτή η κατάσταση είναι χαοτική στο διαδίκτυο με την ύπαρξη χιλιάδων οργανώσεων, ομάδων και συλλόγων που κηρύσσουν και έχουν ως λάβαρο την «Νέα Εποχή». Στην αναζήτηση αυτή πολλοί φιλόσοφοι που ανήκουν σε αυτή συμπεριλαμβάνουν και την Αγία Γραφή καθώς και τις διδασκαλίες του Χριστού. Αυτό βέβαια αποτελεί ένα λεπτό -παραπλανητικό στοιχείο της αλήθειας και της χριστιανικής πίστης. Από ορισμένους χριστιανούς θεολόγους  αυτή η παρερμηνεία και η προσπάθεια χρήσης στοιχείων του Χριστού έχει αποκληθεί ως μια «πνευματική αναφορά του Έιτζ»[2], δηλαδή νόσος θανατική. Έτσι χρειάστηκε να αποτυπωθεί το νέο μήνυμα το συγκρητιστικό και διαθρησκειακό με την μορφή των ευαγγελίων, καθότι αυτά είναι πιο προσιτά στον άνθρωπο. Κατά την αντιπαραβολή λοιπόν των κανονικών ευαγγελίων υπάρχουν και ευαγγέλια που είναι σύγχρονα, αυτά της «Νέας Εποχής». Στόχος των ευαγγελίων αυτών είναι η έξαρση της μυστικιστικής αναζήτησης και η παρερμηνεία κυρίως της ζωής του Χριστού. Τα διάφορα θέματα που ο αναγνώστης διαβάζει σε αυτά, είναι ιστορίες παρμένες από την Παλαιά Διαθήκη, καθώς και από την Καινή, αναφερόμενες ενίοτε στα χρόνια του Χριστού που δεν αναφέρονται ρητά στην Αγία Γραφή. Επίσης η χρήση της λέξεως «Ευαγγέλιο» έχει καθαρά ανατολική αναφορά, όπως είναι το «ευαγγέλιο του Αβραάμ». Επίσης άλλα ευαγγέλια που χρησιμοποιεί η Νέα Εποχή, έχουν προέλευση και ανάλυση από τα αρχαία γνωστικά ευαγγέλια και από αυτά που προέρχονται κατά μίμηση των ευαγγελιστών από ινδουιστές και βουδιστές διδασκάλους. Τέλος άλλα «ευαγγέλια» έχουν να  κάνουν και με τους αστερισμούς, όπως το  κατεξοχήν «ευαγγέλιο του Υδροχόου» ή το «Άλλο ευαγγέλιο»[3].
Μεθοδολογία του «ευαγγελίου»
Δύο  βασικά χαρακτηριστικά αποτελούν τον τρόπο με τον οποίο προσφέρονται στον κόσμο τα ευαγγέλια των νεοεποχιτών. Το πρώτο, αναφέρονται στο πως, κάθε διδασκαλία έχει την δική της προσέγγιση. Οι άνθρωποι όμως δεν είναι ίδιοι, μπορούν όμως να εφαρμόσουν το «ευαγγέλιο» με τον ίδιο τρόπο. Έτσι τα βασικά χαρακτηριστικά κάθε ομάδας, πολιτικής, κοινωνικής, θρησκευτικής, οικονομικής, χρειάζονται την μια και ειδική μέθοδο εφαρμογής. Βασική σημασία είναι η σύνθεση των ψυχοκοινωνικών χαρακτηριστικών που εισέρχονται στην Νέα Εποχή. Το κίνητρο είναι η αναλογία στο τι επιζητά ο κάθε άνθρωπος να  ικανοποιηθεί. Οι ανάγκες, ο φόβος, οι επιθυμίες και οι ελπίδες είναι ίδιες σε όλες τις εποχές. Με βάση την αναφορά του Αποστόλου Παύλου προσπαθούν να προσφέρουν το μήνυμα τους[4]. Για τους συγγραφείς όμως των ευαγγελίων της «Νέας Εποχής», ο Παύλος χρησιμοποίησε ένα κοινό στοιχείο επάνω στην διάκριση εβραίων και ειδωλολατρών για την υπεροχή του Ευαγγελίου και την οικουμενικότητα του χριστιανικού μηνύματος. Στον τρόπο με τον οποίο χαρακτηρίζει τους Εβραίους και τους Έλληνες ο Απόστολος, προσπαθούν ακριβώς και οι οπαδοί της Νέας Εποχής να προσφέρουν τα ψευδό-ευαγγέλια. Στην  κοινωνία του σήμερα η διάκριση του Αποστόλου παρουσιάζεται από την «Νέα Εποχή» σε δύο διαφορετικούς τύπους προσωπικοτήτων. Ο πρώτος τρόπος είναι η εβραϊκή συνήθεια που οι άνθρωποι είναι δυσαρεστημένοι από το είδος της καθημερινότητας. Έχουν πρόσθεση να ξεφύγουν από την κοινή νοοτροπία των γύρο ανθρώπων. Θέλουν να ανακαλύψουν ένα νέο κόσμο και να δοκιμάσουν κάτι το μεταφυσικό. Αυτοί οι άνθρωποι για την Νέα Εποχή είναι διατεθειμένοι να συμμετάσχουν σε τέτοιες είδους εμπειρίες. Η δεύτερη ομάδα είναι οι δυσαρεστημένοι με την παραδοσιακή θρησκεία της Δύσης, δηλαδή του Χριστιανισμού. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν έναν φιλοσοφικό προσανατολισμό. Βρίσκονται στην αναζήτηση μιας φιλοσοφίας που θα απαντήσει στις ερωτήσεις και θα δώσει εξηγήσεις για την μοίρα της ανθρωπότητας. Αυτή η αναζήτηση της «σοφίας», όπως και των αρχαίων Ελλήνων, στην «Νέα Εποχή» βρίσκεται σε μια συγκρητιστική σύνθεση όλων των θρησκευτικών δοξασιών και επιστημονικών δεδομένων, την σύγχρονη φυσική κ. ά. Από αυτούς τους ανθρώπους πολλοί είναι πολιτικοί, άλλοι έχουν οικολογική συνείδηση και άλλοι υπερασπιστές του ρατσισμού.
Τρεις γενικές αρχές των Ψευδό-Ευαγγελίων
1.                 Προσπαθούν να αποκαλύψουν τον χαρακτήρα της ζωής του Χριστού στην ζωή των ανθρώπων. Οι Νεοεποχίτες έχουν μια έντονη ανησυχία για την αποκάλυψη του Θεού στον κόσμο. Γι’ αυτό ψυχρότητα, σκληρά λόγια, παγωμένα βλέμματα ή μια επίδειξης ακαδημαϊκής μόρφωσης θα κλείσει τις πόρτες στους ανθρώπους. Για να είναι αποτελεσματική η ιεραποστολή τους στην επίτευξη των στόχων μέσα από την παρουσίαση του προσώπου του Χριστού, δείχνουν μια στοργή και αγάπη σε κάθε χριστιανό. Οι Νεοεποχίτες έχουν σύμμαχο την προσπάθεια  να ζουν με συνέπεια, χωρίς να δείξουν επιρροή.
2.                 Σεβασμός και αποφυγή της αντιπαράθεσης, είτε ιδιωτική είναι είτε δημόσια. Δημόσιες διαλέξεις σκληραίνουν τις καρδιές των χριστιανών. Ο μόνος τρόπος που οι άνθρωποι θα συνειδητοποιήσουν τις ανάγκες τους είναι μόνο όταν είναι ο ένας μαζί με τον άλλον, μια συνάντηση του Χριστού στον Γολγοθά.
3.                 Αποφυγή ιδεολογικών συζητήσεων. Απειλές, κατηγορίες και κριτική πρέπει να αποφεύγονται, γιατί οι χριστιανοί θα ενισχυθούν στην πίστη τους και δεν θα είναι δεκτικοί.
Α. Το Ευαγγέλιο του Υδροχόου
Η θεματολογία του νεοεποχίτικου ψευδό-ευαγγελίου
1.                 Ο συγγραφέας του Ευαγγελίου του Υδροχόου
Η διακήρυξη της Νέας Εποχής για μια πνευματική αναζήτηση δεν φαίνεται να είναι και τόσο νέα. Μια πρόσφατη επανέκδοση του Ευαγγελίου του Υδροχόου, μας αποκαλύπτει την μεγάλη παραχάραξη των διαφόρων θρησκευτικών παραδόσεων, την έμφαση στη γνώση ή περισσότερο στην πνευματική γνώση ως την καλύτερη μέθοδο για την απελευθέρωση του ανθρώπου και την εναρμόνιση του σε μια νέα ζωή. Οι διάφορες παγανιστικές θεωρίες αν και αποτελούν τρόπους που μιμείται η τεχνική αναζήτηση της Νέας Εποχής, θα αποτελούσε μια προσπάθεια αποδείξεως της συνέχειας αυτών.
Το Ευαγγέλιο του Υδροχόου του Ιησού Χριστού: η φιλοσοφική και πρακτική βάση της θρησκείας της νέας εποχής του κόσμου του Υδροχόου και της Παγκόσμιας Εκκλησίας[5], όπως είναι ο πλήρες τίτλος του είναι ένα βιβλίο του Levi H. Dowling[6], που   δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά το 1908. Στην έκδοση του Ευαγγελίου του Υδροχόου όμως αναφέρεται κατά περίεργο και απόκρυφο τρόπο το όνομα ‘’Levi’’.  Στον πρόλογο αναφέρεται ότι ο “Levi’’ είναι αυτός που αποκάλυψε αυτό το ευαγγέλιο. Για την προσωπικότητα του όμως δεν επιτρέπεται να γραφτούν πολλά, όπως αναφέρει  ο συγγραφέας[7]. Η αποκάλυψη όμως του Υδροχόου  στο Ευαγγέλιο είχε προφητευθεί πριν από 2.000 χρόνια πριν από Ελιού, ο οποίος ίδρυσε ένα σχολείο προφητών Zoan στην Αίγυπτο[8].
Ο Levi H. Dowling θεωρείται μαθητής του Χριστού, που από την ηλικία των δεκαέξι ετών διακονεί ως εφημέριος στον στρατό, είναι Ιατρός της ομοιοπαθητικής, απόφοιτος δύο ιατρικών σχολών, μια μυστικιστής και της άλλης θεοσοφιστής, ένας ηγέτης του Κινήματος της «Νέας Εποχής», της Εποχής του Υδροχόου. Ο Levi H. Dowling, δημοσίευσε το Ευαγγέλιο αυτό με το ψευδές όνομα ‘’Levi’’ και ισχυρίστηκε ότι αποκαλύφθηκε σε αυτόν μόνο σε κατάσταση έκστασης ως έργο, σε μια δια βίου πνευματική αναζήτηση. Ο ‘’Levi’’ είχε καθιερωθεί ως ο «εθνικός ιεροφάντης» της «Κοινοπολιτείας του υδροχόου», μια νεοσύστατη σοσιαλιστική απόκρυφη αδελφότητα.
Σε αυτό το Ευαγγέλιο και με τις ανακαλύψεις κατά την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου των Χειρογράφων της Νεκράς Θάλασσας και της Βιβλιοθήκης Nag Hammadi η πνευματική εμπειρία είναι μια σύνθεση ως προσωπικό του Ευαγγέλιο, προκειμένου να παρουσιάσει στο κοινό τη δική του κατανόηση, το αληθινό και πραγματικό μήνυμα του Χριστού. Το μήνυμα αυτό όπως ο ίδιος ισχυρίζεται είναι πέρα από την διαστρέβλωση που έγινε από την Εκκλησία. Η συγγραφή ψευδεπίγραφων ευαγγελίων δεν είναι ένα καινούριο φαινόμενο στην ιστορία της Εκκλησίας. Υπήρχε από πολύ παλιά. Αυτή είναι μια πτυχή της Νέας Εποχής αλλά όχι καινούρια. Παλιά τακτική με νέο περιεχόμενο που συνθέτει τις νέες επιστημονικές γνώσεις της αστρολογίας με την αρχαία θρησκευτική σοφία. Αυτός είναι ο λόγος που θεωρείται από τους οπαδούς ως νέο ευαγγέλιο. Η γυναίκα του Levi εξηγεί στην εισαγωγή ότι η νέα αστρονομία προϋποθέτει την ύπαρξη ενός κεντρικού ηλίου, γύρω από τον οποίο περιστρέφονται όλοι οι πλανήτες. Εδώ βρίσκεται και η παράξενη ανάμειξη της νέας επιστήμης με την αρχαία θρησκεία. Ο Αδάμ γεννήθηκε στην Εποχή του Ταύρου, ο Αβραάμ την Εποχή του Κριού και ο Ιησούς την Εποχή των Ιχθύων. Αν και η γυναίκα του τονίζει την Εποχή των Ιχθύων, τονίζει την είσοδο πλέων στην Εποχή του υδροχόου. Ο ίδιος ο ‘’Levi’’ ανέφερε ότι το κείμενο προέρχεται από τα Ακασικά κείμενα, μια ψευδής επιτομή της μυστικής γνώσης. Ο τίτλος του προέρχεται από την πρακτική της αστρολογίας, με τις διαιρέσεις σε εποχές από την θέση των αστερισμών. Με βάση αυτή την πρακτική πλησιάζει η Εποχή του Υδροχόου. Είναι ένα ψευδό-ευαγγέλιο με ειδωλολατρική και συγκριτική σύνθεση.  Θεωρείται ως πνευματικό ευαγγέλιο και ασχολείται με τις  λεπτομέρειες της ζωής του Χριστού που δεν περιλαμβάνονται στα Ευαγγέλια της Καινής Διαθήκης. Επίσης εμφανίζει τον Ιησού ως ένα  «πολυταξιδεμένο» άτομο  σε διάφορες χώρες, όπως η Αίγυπτος, το Θιβέτ, η Ινδία, η Περσία και η Ελλάδα.
Απ’ αυτό το ψευδό-ευαγγέλιο  πήρε και την ονομασία η λεγόμενη «Χριστιανική Παγκόσμια Εκκλησία του Υδροχόου». Τα μέλη της ονομάζονται απλά υδροχόοι. Το όνομα «χριστιανική» χρησιμοποιείται στον τίτλο της εκκλησίας αυτής για να δηλώσει ότι η Εκκλησία είναι Νύφη  του Χριστού. Αυτή η εκκλησία ιδρύθηκε το 2006 και δεν έχει συγκεκριμένο ιερατείο. Η διδασκαλία του ευαγγελίου του «Υδροχόου» είναι ένα κράμα θεοσοφίας, «Νέας Εποχής», ανατολικών θρησκευμάτων και γνωστικισμού. Το ψευδό-Ευαγγέλιο τιτλοφορείται ως «Άγιο Ευαγγέλιο του Υδροχόου» που δημοσιεύεται από την ίδια την εκκλησία τους και περιλαμβάνει εισαγωγικά τα θέματα, όπως, «Το ευαγγέλιο της γέννησης της Μαρίας, σύμφωνα με τον Απόστολο και Ευαγγελιστή Ματθαίο» και «Η ζωή του Αγίου Ίσσα» ένα μυστηριώδες πρόσωπο της απόκρυφης βουδιστικής πνευματικότητας. Κάποιοι  θεωρούν επίσης ότι το «Ευαγγέλιο του Υδροχόου» προέρχεται από το Ευαγγέλιο του Ιακώβου.

[1]Peter B.Clarke, ‘’new age movement (NAM)’’, στηEncyclopedia of New Religious  Movements, Edited by Peter B.Clark, First published 2006 by Routledge 2 Park Square, Milton Park, Abingdon, Oxon OX14 4RN, σ. 442-446.
[2]Philip H Lochhaas, How to Respond to … The New Age Movement, St. Louis: Concordia Publishing House, 1988, σ. 5.
[3]Τucker, Ruth A.,  Another Gospel: Alternative Religions and the New Age Movement. Grand Rapids: Zondervan, Academie, 1989.
[4]« επειδή γαρ εν τη σοφία του Θεού ουκ έγνω ο κόσμος δια της σοφίας τον Θεόν, ευδόκησεν ο Θεός δια της μωρίας του κηρύγματος σώσαι τους πιστεύοντας. επειδή και Ιουδαῖοι σημείον αιτούσι και  Ελληνες σοφίαν ζητούσιν,  ημείς δε κηρύσσομεν Χριστόν εσταυρωμένον,  Ιουδαίοις μεν σκάνδαλον,  Ελλησι δε μωρίαν, αυτοίς δε τοις κλητοίς, Ιουδαίοις τε και  Ελλησι, Χριστόν Θεού δύναμιν και Θεού σοφίαν· ότι το μωρόν του Θεού σοφώτερον των ανθρώπων εστί, και το ασθενές του Θεού ισχυρότερον των ανθρώπων εστί.  Βλέπετε γαρ την κλήσιν υμών, αδελφοί, ότι ου πολλοί σοφοί κατά σάρκα, ου πολλοί δυνατοί, ου πολλοί ευγενείς», Α’Κορ. 1, 22-23.
[5]The Aquarian Gospel of Jesus, the Christ Transcribed from The Book of God’s Remembrance (Akashic Records) By Levi H. Dowling (1844-1911). J.L. Watson, III (2009),Initiations of the Aquarian Masters: The Theosophy of the Aquarian Gospel.
[6]Eva S. Dowling, “Who Was Levi?” in Dowling, The Aquarian Gospel (1964), 7., “In Memoriam: Dr. Levi H. Dowling; LevitheAkashic Seer,” The Aquarian New Age Magazine (Los Angeles) (September 1911): 305 -314.
[7]The Aquarian Gospel of Jesus, ο.π., σ. 11.
[8] «This age will comprehend but little of the works of Purity and Love; but  not a word is lost, for in the Book of God’s Remembrance a registry  is made of every thought, and word, and deed; And when the world is ready to receive, lo, God will send a messenger to open up the book, and copy from its sacred pages all the messages of Purity and Love’», στοThe Aquarian Gospel of Jesus, ο.π. σ. 10,  κεφάλαιο 7, 25-26.

Διαφορές Νεοπλατωνισμού και Ορθόδοξης Θεολογίας

0
0

Νεοπλατωνισμός

Ο Νεοπλατωνισμός είναι η μετεξέλιξη του Πλατωνισμού. Λέγοντας «πλατωνισμό», δεν εννοούμε μόνο όσα φιλοσοφικά δέχονταν ο μεγάλος φιλόσοφος Πλάτων, αλλά εννοούμε το σύνολο της πλατωνικής παράδοσης όπως διαμορφώθηκε. Σε γενικές γραμμές, ο Πλατωνισμός εξελίχθηκε στον «μέσο πλατωνισμό», με κύριο εκπρόσωπο τον Φίλωνα τον Ιουδαίο, και από τον 3ο αιώνα μ. Χ, στον Νεοπλατωνισμό, όπου εδώ έχουμε πρόσληψη πολλών επιπλέον στοιχείων, με αποτέλεσμα ο Νεοπλατωνισμός να θεωρείται από ορισμένους όχι απλά φιλοσοφικό σύστημα, αλλά επίσης και θρησκεία. Κορυφαίοι εκπρόσωποι είναι ο Πλωτίνος και μετέπειτα ο Πρόκλος. Ο καθηγητής Σ. Παπαδόπουλος, γράφει στον Α’ Τόμο της Πατρολογίας του, σελ. 155: «Το φιλοσοφικό τούτο κίνημα είναι βέβαια είδος αναβιώσεως κι ερμηνείας της πλατωνικής (όσο και αριστοτελικής) φιλοσοφίας, αλλά είναι συγχρόνως και κυρίως νέο πνευματικό μέγεθος, δημιούργημα με νέες προϋποθέσεις πολλές φορές, άγνωστες και αντίθετες προς την πλατωνική φιλοσοφία». Χωρίς να επιδιώκεται συστηματική ανάλυση των θέσεων του Νεοπλατωνισμού (ο σκοπός της ανάρτησης είναι να δειχτεί η διαφοροποίηση από την Ορθόδοξη θεολογία σε τρία κύρια σημεία που αποτελούν τις βάσεις της διαφοροποίησης), αναφέρουμε ότι ο Νεοπλατωνισμός δέχεται μία αρχή (την οποία καλεί «Εν»), δέχεται την κυκλική πορεία (ο κόσμος προέρχεται δια απορροής από το  Εν και πηγαίνει πάλι εκεί) που είναι σαφής επηρεασμός από την Ανατολική σκέψη. Ως εκ τούτου, το Εν δεν είναι προσωπικός θεός, και ο άνθρωπος δεν έχει πρόσωπο (με την θεολογική έννοια βέβαια), εφόσον συνεχώς μετενσαρκώνεται. Η ιεραρχία που έχει προκύψει από την απορροή είναι κλιμακωτή, και έχει ως εξής: Νους, Ψυχή του παντός, Ψυχές ανθρώπων, ύλη. Η ανθρώπινη ψυχή έχει μέσα της παρουσία «της Ψυχής του παντός», ενώ το σώμα τείνει προς το κακό, χωρίς απαραίτητα να θεωρείται «κακό». Ο σκοπός, που είναι συνάμα και η λύτρωση του ανθρώπου, είναι η ένωση της ψυχής με το Εν (επαγωγή). Αυτή η ένωση επιτυγχάνεται μέσω της εκστάσεως, της άσκησης που καθαρίζει την ψυχή, και των μυστηρίων. Έτσι, παρατηρούμε ότι το σύστημα του Νεοπλατωνισμού έχει χαρακτηριστικά θρησκείας. Έχει τον απρόσωπο θεό, έχει τον άνθρωπο, και την ένωση με το Εν.
Οι διαφορές του Νεοπλατωνισμού με την Ορθόδοξη Θεολογία.
Πέρα από όσα γράφτηκαν παραπάνω, που δείχνουν κάποιες από τις διαφορές Νεοπλατωνισμού- Ορθόδοξης Θεολογίας, υπάρχουν τρία πολύ βασικά σημεία όπου διαφοροποιούνται ριζικά αυτά τα δύο μεγέθη. Διότι, οι Πατέρες, προσπαθώντας να εκφράσουν την εμπειρία της Θείας Αποκάλυψης με λόγο, ή αλλιώς την Χαρισματική Θεολογία με την Επιστημονική, όπως θα έλεγε και ο καθηγητής Ν. Ματσούκας, προκειμένου να γίνουν κατανοητοί στο περιβάλλον τους (διαφορετικά δεν θα είχε νόημα), χρησιμοποίησαν όρους τους οποίους δανείστηκαν από την φιλοσοφία, στους οποίους έδωσαν χριστιανικό περιεχόμενο. Η όποια ομοιότητα στην ορολογία, καμία σχέση με έχει και με την ουσία. Ο άγιοςΓρηγόριος ο Παλαμάς, στο έργο του «Υπέρ Ιερώς Ησυχαζόντων», έκδοσης στην σειρά ΕΠΕ, τόμος 2, σελ. 71, γράφει: «Και αν κάποιος από τους Πατέρες λέγει τα ίδια με τους έξω σοφούς, αυτό γίνεται μόνο ως προς τις λέξεις, ενώ ως προς τα νοήματα υπάρχει απόσταση». Οι διαφορές λοιπόν, είναι οι εξής: α) διάκριση κτιστού- ακτίστου, β) έκσταση, γ) περί Θείου έρωτος.
α) Διάκριση κτιστού- ακτίστου.
Σε αυτήν την διάκριση, που για τους θεούμενους είναι καθαρά εμπειρική και όχι στοχαστική, βασίζονται πολλά Ορθόδοξα δόγματα που αφορούν τον άνθρωπο (και την ψυχή και το σώμα), την δημιουργία εκ του μηδενός, την φύση του θανάτου, το νόημα της ανάστασης, την ανυπαρξία των θείων αρχετύπων στην ουσία του Θείου Είναι, την μη ταύτιση Θεού και κόσμου κλπ.
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, στην «Πατερική Θεολογία», κεφάλαιο 18, εξηγεί: « [..] στην Νεοπλατωνική αρχή, στην μεταφυσική τους αρχή, δεν υπάρχουν τέτοιες έννοιες, όπως δημιουργία εκ του μηδενός και άκτιστος ύπαρξις· δεν υπάρχει διάκρισις δηλαδή μεταξύ κτιστού και ακτίστου. Ενώ το βασικό κατηγόρημα, το βασικό δόγμα, της Χριστιανικής θεολογίας είναι η σαφής διάκρισις μεταξύ κτιστού και ακτίστου, καθώς και το ότι μεταξύ κτιστού και ακτίστου δεν υπάρχει καμία ομοιότης».
Ως εκ τούτου, υπάρχει στους Νεοπλατωνικούς η θεωρία των αρχετύπων (την οποία πήραν από τον κόσμο των Ιδεών του Πλάτωνα), «Ότι δηλαδή όλα τα εν τω κόσμω είναι αντιγραφές κάποιων αρχετύπων. Βέβαια αυτό είναι κάτι, που οι Πατέρες όχι μόνο απορρίπτουν, αλλά επί πλέον υπάρχει και αφορισμός από το σώμα της Εκκλησίας εκείνων που αποδέχονται τα αρχέτυπα του Πλάτωνος, διότι η αποδοχή τους είναι μια μορφή ειδωλολατρίας» (ίδιο έργο , κεφάλαιο 21).
Στην «Δογματική και Συμβολική Θεολογία» του Ν. Ματσούκα, σελίδα 105, διαβάζουμε: «Το πιο βασικό χαρακτηριστικό της πλατωνικής φιλοσοφίας είναι η αυθυπαρξία των δύο κόσμων: του αισθητού και του νοητού [..]».
 
Στην σελίδα 107, αναφέρεται: «Το αυθύπαρκτο ζευγάρι γενητό- αγένητο, που είναι πρωτεύον στην διαρχική φιλοσοφία, αντικαθίσταται από το ζευγάρι κτιστό- άκτιστο [..]. Μολονότι ριζικά διαφορετικό κατ’ ουσία από το άκτιστο, δεν είναι ασυμβίβαστο και αντίθετο  προς αυτό, αλλά εξαρτώμενο από το άκτιστο κατά το είναι, τη ζωή και την προαγωγή μέσω ενεργειακής σχέσης Θεού και κτισμάτων».
 
Άνευ της διακρίσεως λοιπόν κτιστού- ακτίστου, πέφτουμε πολύ εύκολα στην ειδωλολατρία, είτε θεωρώντας την ύλη αυθύπαρκτη και συνεπώς τον Θεό ως απλά διαμορφωτή της και όχι δημιουργό της, είτε ταυτίζοντας την φύση του Θεού με την φύση του κόσμου (όπου εδώ έχουμε επιπλέον και πανθεϊσμό). Επίσης, διαφοροποιείται η Ορθόδοξη Πατερική θεολογία και από την φιλοσοφική διαρχία. Δεν υπάρχει αντιδιαστολή ανάμεσα σε κτιστό και άκτιστο κόσμο, αφού μόνο ο Θεός είναι άκτιστος και όλα τα άλλα είναι κτιστά, είτε υλικά είναι αυτά είτε άυλα.
β) Η έκσταση στην Πατερική Θεολογία και στον Νεοπλατωνισμό.
 
Έκσταση θα πει «εκτοπισμός», «απομάκρυνση». Η έκσταση υπάρχει και στα δύο. Αλλά υπάρχουν δύο σημαντικές διαφορές· στην Πατερική Θεολογία συμμετέχει όλος ο άνθρωπος, ψυχή και σώμα, ενώ στον Νεοπλατωνισμό, μόνο η ψυχή επειδή μόνο αυτή θεωρείται «θεϊκή». Και η δεύτερη, ότι στην χριστιανική έκσταση, ο άνθρωπος έχει πλήρη συναίσθηση του τι κάνει, ενώ στον Νεοπλατωνισμό, η ψυχή φεύγει και κάνει ταξίδια στο διάστημα (περιοδείες ή ουρανοδρομίες).
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, αναφέρει στην «Πατερική Θεολογία», κεφάλαιο 18: «Χαρακτηριστικό του Νεοπλατωνισμού είναι η έκστασις, η οποία είναι μία εμπειρία, που για τους Πατέρες της Εκκλησίας είναι δαιμονική. Κατά την έκσταση εξέρχεται το λογιστικό του ανθρώπου από το χώρο και τον χρόνο, καθώς και από την διαδοχική σκέψη και ενώνεται (υποτίθεται) με το αμετάβλητο. Λένε δηλαδή οι Νεοπλατωνικοί ότι υπερβαίνει τον χρόνο και τα μεταβλητά. Μέσα σ’ αυτή την διαδικασία το σώμα γι’ αυτούς είναι κάτι το κακό ή το αρνητικό. Πάντως το σώμα δεν συμμετέχει στην εμπειρία της εκστάσεως των Νεοπλατωνικών».
Και στο κεφάλαιο 19, διευκρινίζει την έννοια της έκστασης στην Ορθοδοξία: «Η εμπειρία της θεώσεως στην Χριστιανική παράδοση δεν έχει καμία σχέση με κανενός είδους έκσταση. Δεν είναι έκστασις ούτε έχει να κάνη με το λογιστικό του ανθρώπου μόνο, διότι κατά την εμπειρία της θεώσεως μετέχει όλος ο άνθρωπος και το σώμα του δηλαδή, με όλες τις αισθήσεις του εν πλήρει λειτουργία. Ο άνθρωπος, όταν βλέπει τον Χριστό εν δόξη, βρίσκεται σε κατάσταση πλήρους εγρηγόρσεως. Οπότε δεν βλέπει μόνο η διάνοια του ανθρώπου, αλλά βλέπει και το σώμα του ανθρώπου. Αν διαβάσετε το βιβλίο του Ιώβ, θα δείτε εκεί να αναφέρεται ότι «η σαρξ του Ιώβ είδε τον Θεόν» (Ιώβ 42:5). Δηλαδή μετείχε και το σώμα του Ιώβ στην όραση της δόξης του Θεού. Αυτή είναι μία πάρα πολύ καλή Εβραϊκή παράδοσις. Κατά τη διάρκεια του δοξασμού του ανθρώπου, δηλαδή κατά την εμπειρία αυτής της θεώσεως ο άνθρωπος, το σώμα του ανθρώπου δεν χάνει την επαφή με το περιβάλλον του. Αυτό όμως υπό την προϋπόθεση ότι ο άνθρωπος από προηγούμενες παρόμοιες εμπειρίες είχε συνηθίσει στο να βλέπει την δόξα του Θεού».
 
Στο σημείο αυτό, αξίζει να παραθέσω ένα χωρίο από τον άγιο Γρηγόριο τον Παλαμά, που αναφέρεται σε αυτό ακριβώς. Βρίσκεται στον Α’ Λόγο «Υπέρ των ιερώς ησυχαζόντων», στην σειρά ΕΠΕ 2, στην δεύτερη απόκριση σελ. 107: «Το να οδηγούμε όμως το νου έξω, όχι από το σωματικό φρόνημα, αλλά από αυτό το σώμα, για να επιτύχει τάχα νοερά θεάματα, αυτό είναι το άριστο εύρημα και παίδευμα των δαιμόνων είναι ρίζα και πηγή της ελληνικής πλάνης και κάθε κακοδοξίας, γεννητικό μωρίας και γέννημα μανίας. Γι’ αυτό και εκείνοι που ομιλούν κατ’ έμπνευση δαιμόνων βρίσκονται εκτός εαυτού, μη αντιλαμβανόμενοι ούτε καν τι λέγουν».
Επομένως, δεν ανεβαίνουμε οι ίδιοι, αλλά ο Θεός «κατέρχεται» σε μας δια των Θείων ενεργειών του. Για αυτό, στον Χριστιανισμό υπάρχει η προσευχή, όχι ο διαλογισμός.
γ) Περί θείου έρωτα.
Και εδώ υπάρχει μεγάλη διαφορά. Ο Θεός δεν είναι μόνο «ακίνητο κινούν», αλλά και «κινούμενο κινούν».
Ο π. Ιωάννης Ρωμανίδης, στην «Πατερική Θεολογία», εξηγεί στο κεφάλαιο 20: «Κατά τους Νεοπλατωνικούς δεν έχει ο Θεός έρωτα για τον άνθρωπο, αλλά ο άνθρωπος για τον Θεό. [..] Αυτόν τον έρωτα τον έχει εκείνος ο οποίος δεν είναι τέλειος. Οπότε ο έρως είναι για τον ατελή[..]. Ο Θεός δεν μπορεί να έχει έρωτα, διότι είναι τέλειος, είναι αυτάρκης και για τον λόγον αυτόν είναι κατ’ αυτούς, το ακίνητον κινούν».
Και συνεχίζει με την Ορθόδοξη θέση: «Δείτε όμως τώρα τι ισχύει στην Ορθόδοξο παράδοση. Εκεί που ο άγιος Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης λέγει ότι ο Θεός είναι και κινούμενον, λέγει και κάτι άλλο. Λέγει επίσης ότι υπάρχουν μερικοί, οι οποίοι συζητούν το θέμα αν ο έρως και η αγάπη είναι το ίδιο πράγμα. Και αυτοί λένε ότι δεν είναι το ίδιο πράγμα. Άλλο έρως και άλλο αγάπη. Έτσι λένε, ο Θεός έχει αγάπη, αλλά δεν έχει έρωτα για τον άνθρωπο, ενώ ο άνθρωπος έχει έρωτα, πρέπει όμως να έχει μόνο αγάπη. Επικαλούμενος όμως ο άγιος Διονύσιος την δική του εμπειρία της θεώσεως καταλήγει στο ότι ο Θεός, δεν έχει μόνο αγάπη, αλλά και έρωτα για τον άνθρωπο».
Αξίζει να παραθέσω ορισμένα σχετικά από τα αρεοπαγιτικά συγγράμματα, που βρίσκεται στην σειρά ΕΠΕ της Φιλοκαλίας, τόμος 3, σελ.  115: «Για όσους καταλαβαίνουν τα θεία σωστά, το όνομα της αγάπης και του έρωτος από τους ιερούς θεολόγους φέρεται ισοδύναμο σύμφωνα με τις θείες αποκαλύψεις. Και είναι αυτό το όνομα δηλωτικό της ενοποιού και συνδετικής και εξόχως συναπτικής δυνάμεως στο καλό και αγαθό [..]. Είναι και εκστατικός ο θείος έρως, διότι δεν αφήνει τους εραστάς ν’ ανήκουν στον εαυτό τους, αλλά στους ερωμένους. [..] Για αυτό και ο μέγας Παύλος, όταν κατέκτησε τον θείο έρωτα και μετάλαβε από την εκστατική του δύναμη, λέγει με ένθεο στόμα, ‘’δεν ζω πλέον εγώ, αλλά ζει μέσα μου ο Χριστός’’, ως αληθινός εραστής που είναι σε έκσταση προς τον Θεό, όπως λέγει ο ίδιος, και ζει όχι τη δική του ζωή, αλλά τη ζωή του εραστού, ως πολύ αγαπητή». 

Ο αιρετικός απολλιναρισμός.

0
0

Η αίρεση του Απολλιναρίου και η Β' Οικουμενική Σύνοδος

Τα στοιχεία ελήφθησαν από τον δεύτερο τόμο της Πατρολογίας του καθηγητή Στυλιανού Παπαδόπουλου, σελ. 530-541.

Ο απολλιναρισμός αναπτύχθηκε στα πλαίσια απόπειρας απάντησης του Απολλινάριου κυρίως στους οπαδούς του Αρείου και των Ανομοίων, στο «πως» έγινε η ενανθρώπιση του Θεού Λόγου. Προσπάθησε δηλαδή, θεολογικά, να ερμηνεύσει το«μυστήριο της ευσεβείας» κατά τον απόστολο Παύλο (Ά Τιμοθέου, 3:16). Όμως, η απάντησή του όχι μόνο θεολογική δεν ήταν, αλλά αντίθετη από αυτά που περιγράφονται τόσο στην Παλαιά Διαθήκη όσο και στην Καινή, σχετικά με την ενανθρώπηση του Θεού Λόγου. Και τούτο, διότι δεν θεολόγησε βάση της εμπειρίας του δοξασμού, αλλά στοχάστηκε ανθρωπίνως βάση της φιλοσοφίας, που άκριτα δέχονταν. Αυτά που δίδασκε δεν συμφωνούσαν με την εν Αγίω Πνεύματι εμπειρία των θεούμενων, τόσο στην εποχή της Παλαιάς Οικονομίας όσο και της Νέας. Αποτέλεσμα ήταν να νοθεύσει την Πίστη που «άπαξ παραδόθηκε», ξεφεύγοντας από τα ορθόδοξα οροθέσια. Έτσι, έπεσε σε χριστολογικές κακοδοξίες, οι οποίες ακύρωναν το σωτήριο έργο του Χριστού, και οι οποίες καταδικάστηκαν επίσημα από την μεριά της Εκκλησίας, στην τοπική σύνοδο της Ρώμης το 377, στην τοπική σύνοδο της Αλεξάνδρειας το 378, στην τοπική σύνοδο της Αντιόχειας το 379, στην Β’ Οικουμενική το 381/382, και ξανά στην τοπική σύνοδο της Ρώμης το 382. Όπως αναφέρει ο Σωζομενός στην Εκκλησιαστική του Ιστορία, «[..] ετάραξε την Εκκλησίαν, και δογμάτων καινότητι την ειρημένην αίρεσιν εισήγαγεν [..](6:25:13). 
Πνευματικός κόσμος του Απολλινάριου.
 Ο Απολλινάριος, ήταν προσκολλημένος στην ελληνική κλασσική παιδεία και φιλοσοφία. Για αυτό, τα ποιητικά του κείμενα τα έγραφε σε αρχαιοελληνικά μέτρα, παρότι το γλωσσικό αισθητήριο της εποχής του ήταν ξένο ως προς την αρχαία προσωδία. Αυτό, δεν είναι απαραίτητα κακό. Το κακό είναι ότι προσπάθησε με φιλοσοφικό τρόπο και χωρίς διάκριση, να ερμηνεύσει τα μυστήρια της πίστεως. Όμως, οι Άγιοι Πατέρες, ποτέ δεν ασχολήθηκαν με την λογική ερμηνεία των μυστηρίων της πίστεως. Διότι και αυτά, δεν παραδόθηκαν στην Εκκλησία ως σωτήρια και ιερή παρακαταθήκη μέσω λογικής επεξεργασίας, αλλά μέσω θείας Αποκάλυψης και θεοφανειών. Ότι και αν είπαν, το είπαν στα πλαίσια της απάντησής τους στα μέλη εκείνα που μπήκαν στον πειρασμό να εξηγήσουν λογικά κάποια πράγματα, που όμως σε τελική ανάλυση, αυτά στα οποία κατέληγαν έρχονταν σε αντίθεση με την Αποκάλυψη, όπως αυτή εκφράζεται από το Ορθόδοξο βίωμα. Ο καθηγητής Ν. Ματσούκας, γράφει: «[..] η Εκκλησία εν μέσω ωδίνων και οδυνών θεσπίζει τον περιώνυμο δογματικό όρο, όπου η λύση του προβλήματος απλώς συνίσταται στην περιγραφή και προστασία του δόγματος της ενανθρώπησης, και όχι βέβαια στην ουσιαστική του ανάλυση και εξήγηση» (Γ’ τόμος, «Δογματική και Συμβολική Θεολογία», σελ. 248). Αυτή, είναι γενική θέση της Εκκλησίας. Οι θεούμενοι, οι Πατέρες και οι Διδάσκαλοι, εξετάζουν πάντα στο που οδηγεί κάποια θέση που ακούγεται για πρώτη φορά. Και αναλόγως, παίρνουν θέση επισήμως συνοδικά, απαντώντας στο γιατί δεν αποδέχονται την θέση αυτή. Ποτέ όμως δεν μπαίνουν στην διαδικασία να εξηγήσουν λογικά αυτά τα θέματα.
Ο ιστορικός Σωκράτης ο Σχολαστικός, διηγείται την προσκόλληση του Απολλινάριου και του πατέρα του σε έναν σοφιστή και εθνικό ιερέα, τον Επιφάνιο. Όταν ο επίσκοπος Λαοδίκειας, ο Θεόδοτος, διέκρινε ότι τα πράγματα δεν πάνε καλά (ο πατέρας ήταν πρεσβύτερος και ο γιός ήταν αναγνώστης τότε), τους εμπόδιζε να φοιτούν σε αυτόν. Ωστόσο, δεν τον άκουσαν.
«Άμφω δε όμως τότε συνήκμαζον Επιφανίω τω σοφιστή, και γνήσιοι όντες φίλοι συνεκρότουν αυτόν. Δείσας δε Θεόδοτος ο της Λαοδικείας επίσκοπος μη τη συνεχεί τανδρός ομιλία προς τον Ελληνισμόν αποκλίνωσι, διεκώλυε φοιτάν παρ’ αυτόν· οι δε, μικρά του επισκόπου φροντίσαντες, την του Επιφανίου φιλίαν ησπάζοντο» (Εκκλ. Ιστορία Σωκράτους, 2:46).
Το αμβλύ εκκλησιαστικό αισθητήριο του Απολλινάριου, πιστοποιείται και από το περιστατικό κατά το οποίο ο Απολλινάριος και ο πατέρας του, παρέστησαν σε τελετουργία εθνικών, όπου όταν ζητήθηκε από τον εθνικό ιερέα Επιφάνιο, οι αμύητοι να εξέλθουν, εκείνοι παρέμειναν.
Αφηγείται ο ιστορικός Σωζομενός:
«[..] έτι γαρ Θεοδότου του προ αυτού την Λαοδικέων εκκλησίαν ιθύνοντος, κατ’ εκείνο καιρού διαπρεπών Επιφάνιος ο σοφιστής ύμνον εις τον Διόνυσον παρήει· διδασκάλω δε αυτώ χρώμενος Απολινάριος (έτι γαρ νέος ην) παρεγένετο τη ακροάσει συν τω πατρί· ομώνυμος δε ην αυτώ, γραμματικός ουκ άσημος. Επει δε του λόγου αρχόμενος Επιφάνιος, ως έθος τοις τα τοιάδε επιδεικνυμένοις λέγειν, τους αμυήτους και βεβήλους εξιέναι θύραζε εκέλευεν, ούτε δε Απολλινάριος ο νέος ούτε ο πρεσβύτης ούτε έτερος τις των παρόντων Χριστιανών της ακροάσεως απεχώρησε [..]» (Εκκλ. Ιστορία Σωζομενού, 6:25).
Η διδασκαλία του Απολλινάριου και τα τρωτά σημεία της.
Ο Απολλινάριος επιχείρησε να απαντήσει στο «πως» της ενανθρώπησης του Θεού Λόγου. Ποια ήταν δηλαδή η σχέση της θεότητας και της ανθρωπότητας στο πρόσωπο του Χριστού. Ο Απολλινάριος προβάλλει μεν ένα και μοναδικό Υιό που είναι φύσει Θεός, όμως είχε αρνηθεί συνειδητά ότι ο Θεός Λόγος προσέλαβε συγχρόνως την σάρκα και την ψυχή του ανθρώπου. Εκείνος έλεγε ότι ο Θεός Λόγος προσέλαβε σάρκα και άλογη ψυχή. Η δε λογική ψυχή ( ο νους) ήταν ο Λόγος. Διέκρινε δηλαδή την ψυχή σε λογική και σε άλογη, κατά τα Πλατωνικά πρότυπα. Δηλαδή, ο Χριστός δεν είχε ολοκληρωμένη ανθρώπινη φύση, εφόσον έλειπε από αυτήν η λογική ψυχή. Συνεπώς, η σωτηρία δεν ήταν ολοκληρωμένη. Βάση της φιλοσοφίας του Αριστοτέλη και του Δημόκριτου, θεώρησε ότι δύο τέλεια δεν γίνονται ένα. Διότι, για τον Απολλινάριο, δύο τέλειες φύσεις σημαίνει δύο υποστάσεις. Θέλοντας λοιπόν να αποδώσει μία υπόσταση στον Χριστό, και θεωρώντας την θεία φύση τέλεια, «κουτσούρεψε» την ανθρώπινη, προκειμένου να «ταιριάξει» στην σκέψη του την ένωση. Ο Υιός και Λόγος του Θεού κατά την ενανθρώπηση προσέλαβε μόνο το σώμα και την άλογη ψυχή του ανθρώπου, ενώ την θέση της λογικής ψυχής (ή του νου) κατέλαβε ο Λόγος. Επίσης, ταύτισε την φύση με το πρόσωπο. Ο τέλειος θείος Νους δεν θα μπορούσε ποτέ, κατ’ αυτόν, να συνυπάρξει με έναν ατελή και τρεπτό νου όπως τον ανθρώπινο. Το λάθος του εδώ, είναι ότι δεν κατάλαβε ότι ο Χριστός ως προς την ανθρωπότητα είχε την ανθρώπινη φύση πριν αυτή πέσει. Για αυτό και ο απόστολος Παύλος κάνει σαφώς λόγο για«ομοίωμα σαρκός αμαρτίας» (Ρωμαίους 8:3), κάτι που δείχνει ότι η ανθρώπινη φύση του Κυρίου δεν είχε ροπή στην αμαρτία. Για αυτό εξάλλου, το πρωτευαγγέλιο κάνει λόγο για «σπέρμα γυναικός» που θα συνέτριβε την κεφαλή του «όφεως» (Γένεση 3:15). Ως γνωστόν, η γυναίκα δεν έχει σπέρμα. Εδώ εννοείται η εκ παρθένου γέννηση. Η άσπορη γέννηση.  Εφόσον ο Χριστός γεννάται από την Παρθένο άνευ μεσολάβησης ανδρός, αυτό σημαίνει ότι δεν κληρονομείται η φθορά και ο σκοτισμός του νου του Αδάμ. Με άλλα λόγια, η ανθρώπινη φύση του Χριστού δεν κληρονομεί την φθορά του Προπατορικού.
Ο νους ταυτίζεται με την υπόσταση στην φιλοσοφική σκέψη του Απολλινάριου. Η σάρκα, άνευ του νου, δεν έχει υπόσταση δική της, συνεπώς ο Λόγος ως Νους παίρνει την θέση της λογικής ψυχής. Έτσι, η σάρκα δεν έχει υπόσταση και θέλημα άνευ του νου, συνεπώς μπορεί να προσληφθεί από τον Θεό Λόγο. Όπως έλεγε, έχουμε «σύνθεσιν Θεού προς σώμα ανθρώπινον». Μετά την ένωση Λόγου και σάρκας, ο Απολλινάριος είδε μία φύση στον Χριστό. Παρόλα αυτά, ενώ οδηγεί η σκέψη του στον Μονοφυσιτισμό, διαφέρει από αυτόν στο σημείο ότι ο Απολλινάριος αφήνει απρόσληπτη την φύση του ανθρώπου, ενώ ο Μονοφυσιτισμός την θεωρεί απορροφημένη από την θεία φύση.
Είναι προφανές, ότι ο Απολλινάριος δεν είχε καταλάβει την φύση της σωτηρίας του Χριστού. Κατά βάθος, δεν είχε κατανοήσει γιατί ο Θεός Λόγος ενανθρώπησε. Οι άγιοι Πατέρες, σε αυτό ακριβώς στηρίχθηκαν προκειμένου να αντιμετωπίσουν τις φλυαρίες του. Εξάλλου, σε κανένα σημείο της Αγίας Γραφής, δεν παρουσιάζεται ο Χριστός, με λειψή την ανθρώπινη φύση του. Απεναντίας, παρουσιάζεται ως πλήρης άνθρωπος (κατά την ανθρωπότητά του), ο οποίος προκόβει σε σοφία και σε ηλικία. Αν είχε δίκιο ο Απολλινάριος, η σοφία του Ιησού δεν θα αυξάνονταν, εφόσον η Σοφία του Θεού είναι άπειρη και δεν έχει ανάγκη αυξήσεως. Αναφέρει ο ευαγγελιστής Λουκάς: «και Ιησούς προέκοπτεν εν σοφία και ηλικίακαι χάριτι παρά Θεώ και ανθρώποις» (Λουκάς, 2:52). Δεν πρόκοβε μόνο στην ηλικία (που αφορά την σάρκα), αλλά και στην σοφία (που αφορά την λογική ψυχή). Αν η λογική ψυχή είναι ο Λόγος, θα αναγκαστούμε να δώσουμε τροπή στον Λόγο και αλλοίωση, τα οποία είναι άτοπα. Πέρα από αυτά, όταν αναφέρεται η ανθρώπινη φύση του, πάντα «άνθρωπος» αναφέρεται. Άνθρωπος κανονικός.
 Οι προσποιήσεις και οι παραχαράξεις του Απολλινάριου.
Ο Απολλινάριος, αντιλαμβανόμενος ότι οι θέσεις του δεν θα γίνονταν δεκτές, αντί να αναθεωρήσει, προχώρησε με αντιχριστιανικά μέσα. Κύρια πηγή για την μελέτη της πορείας του Απολλινάριου, είναι τρία έργα του: α) «Ομολογία προς τον αυτοκράτορα Ιοβιανό», β) «Επιστολές προς τους εν Διοκαισαρεία επισκόπους», και γ) «Προς Σεραπίωνα».
Η «Προς τον αυτοκράτορα Ιοβιανό», είναι επιστολή του Απολλινάριου στον αυτοκράτορα, που συντάχθηκε το 363, αναλύει τα χριστολογικά άρθρα του Συμβόλου της Νικαίας, αντικαθιστά τον όρο «ενανθρωπήσαντα» με κακόδοξες φράσεις, όπως το «γεγεννήσθαι κατά σάρκα». Αυτό σαφώς το έκανε εν γνώσει του, διότι ένα χρόνο πριν, το 362, αυτές οι απόψεις είχαν καταδικαστεί. Ο Απολλινάριος όμως επιμένει στις κακοδοξίες του.  Το «ενανθρωπήσαντα» που αναφέρει το Σύμβολο και που αποτελεί την ομολογία των Ορθοδόξων, σημαίνει ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού προσέλαβε τον όλο άνθρωπο (ψυχή και σώμα), και όχι μέρος του ανθρώπου (μόνο το σώμα) όπως πίστευε ο Απολλινάριος. Εκείνος λοιπόν, το αντικατέστησε με το «γεγεννήσθαι κατά σάρκα», όπου στην σκέψη του «σάρκα» σημαίνει μόνο το σώμα άνευ της ψυχής. Αλλά και στις άλλες δύο, κάνει παρόμοιες παραχαράξεις. Ενώ δηλώνει αφοσίωση στον Αθανάσιο και στην σύνοδο του 362, εντούτοις αλλοιώνει την απόφαση της συνόδου. Ενώ η σύνοδος αναφέρεται σε σάρκωση και ενανθρώπηση και ότι ο Λόγος γίνεται άνθρωπος για μας, προσλαμβάνοντας όλη την ανθρώπινη φύση για να την θεραπεύσει, εκείνος παρουσιάζει το κείμενο ως δήθεν να λέει ότι ο Λόγος έγινε σάρκα χωρίς  να αναλάβει ανθρώπινο νου, δηλαδή χωρίς να αναλάβει ψυχή λογική. Πρόκειται περί προσπάθειας εξαπάτησης του απατεώνα Απολλινάριου.
Μερικές από τις απαντήσεις των Αγίων Πατέρων.
Ας δούμε όμως μερικές από τις απαντήσεις των Αγίων Πατέρων, στο ζήτημα που έθεσε ο Απολλινάριος με την προβληματική «θεολογία»του.
Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος, στην επιστολή του προς τον Κληδόνιο, γράφει: «Να μην σε ξεγελούν οι άνθρωποι μήτε να τους ξεγελάς, όταν δέχονται τον Κυριακό, όπως αυτοί λένε, αλλά μάλλον τον Κύριό μας και Θεό, δίχως νου ανθρώπου. Γιατί βέβαια δεν χωρίζομε τον άνθρωπο από την θεότητα, αλλά μιλούμε για έναν και τον αυτόν, που δεν ήταν άνθρωπος πρώτα αλλά μονάχα Θεός και Υιός προαιώνιος, καθαρός από σώμα και ότι το σωματικό και τελικά και άνθρωπος που έγινε για την σωτηρία μας με παθητή σάρκα και απαθή θεότητα, περιορισμένος στο σώμα, απεριόριστος στο πνεύμα, ο ίδιος επίγειος συνάμα και ουράνιος, ορατός και νοητός, χωρητός και αχώρητος, ώστε με το αυτό θείο και ανθρώπινο όλο να αναπλαστεί όλος ο άνθρωπος που έπεσε στην αμαρτία» (ΕΠΕ 7, σελ. 179).
Σε άλλο σημείο στην ίδια επιστολή, γράφει:
«Όποιος στηρίζει τις ελπίδες του σε δίχως νου άνθρωπο, είναι ανόητος στα αλήθεια και ολότελα ανάξιος να σωθεί. Γιατί ότι δεν προσλαμβάνεται είναι αθεράπευτο· ενώ όποιο έχει ενωθεί με τον Θεό αυτό είναι που σώζεται. Αν ο Αδάμ αμάρτησε κατά το μισό του, το μισό είναι και εκείνο που έχει προσληφθεί και έχει σωθεί. Αν αμάρτησε ολόκληρος, τότε έχει ενωθεί ολόκληρος, έτσι όπως σαν σύνολο έχει γεννηθεί και σώζεται στο σύνολό του» (σελ. 183).
Ο Μ. Βασίλειος, στην επιστολή του «Προς τους Δυτικούς», γράφει: «Δεύτερος μετά από αυτόν είναι ο Απολλινάριος που προκαλεί στενοχωρίαν όχι μικράς εκτάσεως εις τας Εκκλησίας. Διότι με την άνεσιν που έχει εις την συγγραφήν και διαθέτων γλώσσαν ικανήν δια κάθε θέμα εγέμισε την οικουμένην με τα συγγράμματά του, παρακούσας εις την παραίνεσιν του λέγοντος ‘’να αποφύγεις να συγγράψεις βιβλία πολλά’’. Πράγματι είναι φανερόν ότι με το πλήθος αυτών έχει υποπέσει εις πολλάς πλάνας. [..] τα περί σαρκώσεως του Υιού διδάγματά του τόσην ταραχήν προεκάλεσαν εις τους αδελφούς, ώστε ολίγοι από εκείνους που τα ανέγνωσαν διατηρούν τον αρχαίον χαρακτήρα της ευσεβείας· οι δε πολλοί, δίδοντες προσοχήν εις τας καινοτομίας, έχουν εκτραπεί εις αναζητήσεις και ισχυρογνώμονας διερευνήσεις των ανωφελών τούτων λόγων» (ΕΠΕ 2, σελ.  49-51).
 Ο καθηγητής Β. Φειδάς, αναφέρει στην «Εκκλησιαστική Ιστορία», Α’ τόμος σελ. 587, τα εξής, όσον αφορά τον άγιο Γρηγόριο Νύσσης: «Ο Γρηγόριος Νύσσης αναίρεσε τη διδασκαλία του Απολλιναρίου, υποστηρίζοντας ότι ο Υιός και Λόγος του Θεού προσέλαβε κατά τη σάρκωσή του ολόκληρη την ανθρώπινη φύση, η οποία κατά την ‘’ανάκρασίν’’ της με την θεία φύση του Λόγου ‘’μεταστοιχειώθηκε’’ και ‘’θεώθηκε’’, χωρίς βέβαια να απορροφηθεί ή και να εξαφανισθεί στην απειρότητα της θείας φύσεως με οποιαδήποτε μορφή ‘’συγχύσεως’’ ή ‘’τροπής’’».
Ο άγιος Αμφιλόχιος Ικονίου, με ακρίβεια στις εκφράσεις του, διατυπώνει ως εξής τις χριστολογικές διατυπώσεις του, στην επιστολή προς τον Σέλευκο:
«Ούτω Θεόν και άνθρωπον τον Χριστόν ομολογούμεν, τον Υιόν του Θεού, ένα Υιόν, δύο φύσεων, παθητής τε και απαθούς, θνητής τε και αθανάτου [..]. Ένα Υιόν, δύο φύσεων φημί, ασυχγύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως. Πάσχειν τοίνυν ο Χριστός, ο Υιός του Θεού, ου θεότητι, αλλ’ ανθρωπότητι [..] αλλ’ επειδή εις εν πρόσωπον συντελούσιν αι φύσεις, η απαθής τα της παθητής οικειούται [..] Αναθεματισθήναι χρη τους την εκ μήτρας ένωσιν φύσεων λύοντας, έτι μην και κατά σύγχυσιν ή τροπήν νοούντας την άρρητον ένωσιν. Ώσπερ γαρ το την ένωσιν χωρίζειν της ορθοδοξίας αλλότριον και έξω της αληθείας και της ζωής, ούτω και το συγχέειν τας φύσεις της θεότητος και της ανθρωπότητος, αλλότριον Χριστιανισμού» (PG 39, 113).
Ο Θεοδώρητος Κύρου, μας πληροφορεί ότι στην Β’ Οικουμενική: «Ωσαύτως δε και την Απολλιναρίου καινοτομίαν προφανώς απεκήρυξαν ειρηκότες· ‘’και τον ‘’της ενανθρωπήσεως δε του Κυρίου λόγον αδιάστροφον σώζομεν, ούτε ‘’άψυχον ούτε άνουν ή ατελή την της σαρκός οικονομίαν παραδεχόμενοι’’(Εκκλησιαστική Ιστορία, 294)

Ναυπάκτου Ιερόθεος: Η θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης» και το «μποζόνιο του Χίγκς»

0
0

Του Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου 

Αυτές τις ημέρες ανακοινώθηκε ότι ανακαλύφθηκε το «μποζόνιο του Χίγκς», δηλαδή το έως τώρα αόρατο σωματίδιο, που αντιστοιχεί στο πεδίο του Χίγκς, και προσδίδει μάζα στην ύλη.

Είναι στοιχειώδες σωματίδιο, δηλαδή δεν έχει εσωτερική δομή και δεν αποτελείται από άλλα, συστατικά σωματίδια.

Είναι εξαιρετικά ασταθές και όταν σχηματισθή, καταρρέει σχεδόν ακαριαία και δίνει άλλα υποατομικά σωματίδια.

Άν και λέγεται και γράφεται ευρέως ότι το «μποζόνιο του Χίγκς» δίνει στα στοιχειώδη σωματίδια την μάζα τους, αυτό δεν είναι απόλυτα σωστό.

Την μάζα την δίνει το πεδίο του Χίγκς, το οποίο δεν την δημιουργεί εκ του μηδενός, αλλά την εμπεριέχει από πριν ως ενέργεια.

Λέγεται «μποζόνιο του Χίγκς», γιατί ο βρεττανός επιστήμων Χίγκς, που ζή ακόμη, πριν πολλά χρόνια είχε ομιλήσει για την ύπαρξή του.

Οι επιστήμονες εδώ και μερικά χρόνια προσπαθούσαν να βρούν τον τρόπο της δημιουργίας του κόσμου, με την θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης» και με τα ανάλογα πειράματα αναζητούσαν να βρούν τα υποατομικά σωματίδια που δίνουν μάζα στην ύλη.

1. Η «Μεγάλη Έκρηξη»

Η θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης» (Big Bang) που κυριαρχεί σήμερα στην επιστήμη προσπαθεί να ερμηνεύση τον τρόπο της δημιουργίας του Σύμπαντος και του κόσμου.

Οι φυσικοί επιστήμονες ύστερα από διάφορες παρατηρήσεις «συμφωνούν ότι το σύμπαν ξεκίνησε σaν ένα άπειρα πυκνό, μηδενικών διαστάσεων σημείο καθαράς ενέργειας» (Francis Collins).

Σε γενικές γραμμές η θεωρία αυτή είναι η ακόλουθη:

«Σύμφωνα με την θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης το Σύμπαν άρχισε από μία αρχέγονη κατάσταση πολύ υψηλής πυκνότητος να διαστέλλεται ταχύτατα, γεγονός που οδήγησε σε μείωση της αρχικής πυκνότητας και πτώση της θερμοκρασίας.

Σύντομα η ύλη κυριάρχησε πάνω στην αντιύλη, ίσως σε μια σειρά από διαδικασίες που προβλέπουν και την διάσπαση των πρωτονίων. Στο στάδιο αυτό πιθανόν να ήταν παρόντες πολλοί τύποι στοιχειωδών σωματιδίων.

Μερικά δευτερόλεπτα αργότερα, η θερμοκρασία του Σύμπαντος μειώθηκε αρκετά και επέτρεψε τον σχηματισμό ορισμένων πυρήνων. Σύμφωνα με την θεωρία, δημιουρ­γήθηκαν συγκεκριμένες ποσότητες υδρογόνου, ηλίου και λιθίου, οι οποίες επιβεβαιώνονται και από τις σύγχρονες παρατηρήσεις.

Ύστερα από 1.000.000 χρόνια το Σύμπαν είχε ψυχθή σε ικανοποιητικό βαθμό, ώστε να σχηματισθούν άτομα, οπότε κατέστη δυνατόν η ακτινοβολία να αρχίση να ταξιδεύει στον χώρο.

Κατάλοιπο του πρώϊμου Σύμπαντος είναι η ακτινοβολία μικροκυμμάτων του υποβάθρου (περίπου 3 βαθμών Κέλβιν) που ανακαλύφθηκε το 1965 από τους Άρνο Άλαν Πενζίας και Ρόμπερτ Γούντροου Γουίλσον.

Σύμφωνα με την θεωρία της Μεγάλης Έκρηξης, το σημερινό Σύμπαν, εκτός από την συνηθισμένη ύλη και ακτινοβολία πρέπει να είναι επίσης πλήρες με νετρίνα, στοιχειώδη σωματίδια χωρίς μάζα ή ηλεκτρικό φορτίο. Υπάρ­χει πάντα η πιθανότητα να ανακαλυφθούν τελικά και άλλα κατάλοιπα του πρώϊμου Σύμπαντος» (Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρους Larousse Britanica).

Σχετικά με την θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης», κατά τον μεγάλο επιστήμονα Φράνσις Κόλλινς, υπάρχει ένα αναπάντητο ερώτημα: «άν το Big Bang κατέληξε σ” ένα σύμπαν που θα συνεχίσει να διαστέλλεται για πάντα, ή αν κάποια στιγμή θα νικήση η βαρύτητα και οι γαλαξίες θα αρχίσουν να συγκλίνουν πάλι μαζί καταλή­γοντας σε μια «Μεγάλη Σύνθλιψη»!

Πρόσφατες ανακαλύψεις αδιευκρί­νιστων πο­σο­τήτων γνωστών σaν σκοτεινή ύλη και σκοτεινή ενέργεια, που φαίνεται να απο­τελούν ένα πολύ σημαντικό μέρος του υλικού του σύμπαντος, κάνουν την απά­ντηση σ” αυτό το ερώτημα να εκκρεμεί, αλλά οι περισσότερες ενδείξεις προς το παρόν προβλέπουν μάλλον έναν αργό μαρασμό, παρά μια δραματική κατάρ­ρευ­ση».

Ακόμη, η θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης» θέτει σαφώς το ερώτημα: «τί έγινε πριν από αυτό και ποιός ή τί ήταν υπεύθυνος;». Αυτό το ερώτημα «ασφα­λώς δείχνει τα όρια της επιστήμης όσο κανένα άλλο φαινόμενο».

Είναι φυσικό ότι η θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης» αρχίζει έναν διάλογο μεταξύ επιστήμης και θεολογίας ή στην πραγματικότητα μεταξύ επιστημόνων και θεολόγων.

Μερικοί επιστήμονες φθάνουν στο σημείο να αρνηθούν την ύπαρξη του Θεού και αποδίδουν την δημιουργία του Σύμπαντος στην ύλη, αλλά άλλοι αγνωστικιστές επιστήμονες μπροστά στο θέμα αυτό εκφράζονται ως θεολόγοι, όπως ο αστροφυσικός Robert Jastrow που λέγει: «Τώρα βλέπουμε πώς η αστρονομία οδηγεί σε μια βιβλική άποψη της προέλευσης του κόσμου.

Οι λεπτομέρειες διαφέρουν, αλλά τα ουσιώδη στοιχεία της αστρονομικής και βιβλικής περιγραφής της Γενέσεως είναι τα ίδια.

Η αλυσίδα των γεγονότων που οδήγησαν στον άνθρωπο, άρχισαν ξαφνικά και απότομα σε μια ορισμένη στιγμή στον χρόνο με μια λάμψη φωτός και ενέργειας».

Ο Φράνσις Κόλλινς παρατηρεί: «Οφείλω να συμφωνήσω (μέ τον Jastrow). Το Big Bang κραυγάζει για μια θεία εξήγηση.

Επιβάλλει το συμπέρασμα ότι η φύση είχε μια ορισμένη αρχή. Δεν μπορώ να δώ πώς η φύση θα μπορούσε να δημιουργήση τον εαυτό της. Μόνο μια υπερφυσική δύναμη που είναι έξω από τον χώρο και τον χρόνο μπορεί να το έχει κάνει αυτό».

2. «Το μποζόνιο του Χίγκς»

Όπως ελέχθη πιο πάνω οι επιστήμονες προσπαθούν να βρούν το υλικό εκείνο που υπήρχε μετά την «Μεγάλη Έκρηξη» και μορφοποίησε το Σύμπαν.

Ο Πίτερ Χίγκς είναι βρεττανός καθηγητής σε διάφορα Πανεπιστήμια της Αγγλίας και στην συνέχεια κατέληξε στο Εδιμβούργο όπου και ζή σήμερα.

Το έτος 1964 διατύπωσε την θεωρία του πεδίου Χίγκς, που έλαβε το όνομά του, σύμφωνα με την οποία θεωρία το πεδίο αυτό διαπερνά το Σύμπαν δίνοντας μάζα στα στοιχειώδη σωματίδια, δηλαδή με την θεωρία αυτή εξηγεί πώς η ύλη αποκτά μάζα.

Η θεωρία αυτή του Χίγκς ταλαιπώρησε τους ερευνητές και όπως γράφει ο καθηγητής Γεώργιος Μπαμπινιώτης, όταν ο Αμερικανός φρυσικός Dick Teresi το 1993 έγραψε ένα βιβλίο για το θέμα αυτό, έκανε λόγο για το «αναθεματισμένο σωματίδιο» («Goddamn particle»).

Όμως, ο εκδότης του έργου θεώρησε την λέξη «αναθεματισμένο» υβριστική και απέδωσε ευφημιστικώς το σωματίδιο ως «σωματίδιο του Θεού» («The God particle») (Εφημερίδα TA NEA). Έτσι, επικράτησε αυτή η ονομασία.

Το 2008 λειτούργησε ο Μεγάλος Επιταχυντής Ανδρονίων του CERN (Οργανισμός για την Πυρηνική Ενέργεια), όπου εργάσθηκαν πολλοί επιστήμονες, ο οποίος προκάλεσε συγκρούσεις δεσμών πρωτονίων με ταχύτητα λίγο μικρότερη από την ταχύτητα του φωτός, με σκοπό να ανακαλυφθούν τα μυστήρια της σωματιδιακής φυσικής και της προέλευσης του Σύμπαντος.

Έτσι, πρόσφατα, έγινε η ανακάλυψη «ενός σωματιδίου αόρατου και θνησιγενούς».

Από τις πληροφορίες που έχουν δημοσιευθή μάθαμε ότι από την διάσπαση των πρωτονίων «προέκυψαν άλλα σωματίδια που παγιδεύονταν στους ογκώδεις ανιχνευτές του CERN και από την μελέτη τους προέκυπταν ίχνη του άφαντου σωματιδίου.

Οπτικά, δεν θα μπορούσε κανείς να το αντικρύσει. Ζεί μόνο για ένα εκατομμυριοστό του δισεκατομμυριοστού του δισεκατομμυριοστού του δευτερολέπτου» (Εφημερίδα TA NEA). Το σωματίδιο αυτό άφησε μερικά ίχνη πίσω του και φάνηκε ότι υπάρχει.

Σύμφωνα με τους επιστήμονες είναι ένα σωματίδιο «σήμα κατατεθέν ενός πεδίου, που απλώνεται σε ολόκληρο το Σύμπαν, και προσδίδει στα σωματίδια την μάζα που έχουν».

Όταν έγινε η «Μεγάλη Έκρηξη» όλα τα σωματίδια δεν είχαν μάζα, αλλά την «απέκτησαν όταν ενεργοποιήθηκε το πεδίο μετά την Μεγάλη Έκρηξη».

Το σωματίδιο του Χίγκς «αιχμαλωτίζει» τα στοιχειώδη σωματίδια και τα καθιστά βαρύτερα προσδίδοντάς τους μάζα. Έτσι, τα σωματίδια αποκτούν μάζα και ξεχύνονται στο Σύμπαν για να δημιουργήσουν τον κόσμο.

Το ερώτημα που τίθεται είναι πώς αυτό το «αόρατο» και «θνησιγενές» σωματίδιο μπόρεσε να δημιουργήση όλο το Σύμπαν, αλλά και τόσα όντα –έλλογα και άλογα– που κατοικούν στην γή και όλες τις ομορφιές; Και πώς σε αυτό το σωματίδιο οφείλεται όλη η λογικότητα του ανθρώπου και οι πνευματικές αναζητήσεις του Θεού από τον άνθρωπο;

Πάντως, οι επιστήμονες, παρά την ανακάλυψη αυτή, ισχυρίζονται ότι μένουν πολλά ακόμη σημεία να διευκρινισθούν που δεν μπορούμε τώρα να εξηγήσουμε στο Σύμπαν, όπως η λεγόμενη «σκοτεινή ύλη», που αποτελεί το 25% του Σύμπαντος, οι μαύρες τρύπες και οι «περίφημες έξτρα διαστάσεις».

Ο γνωστός ακαδημαϊκός Δημήτριος Νανόπουλος ισχυρίζεται ότι «τό μποζόνιο του Χίγκς» «ανοίγει τον δρόμο για την ερμηνεία πολύπλοκων καταστάσεων στο Σύμπαν», «μάς βοηθά να κατανοήσουμε περίπου το 4% του Σύμπαντος», ενώ «τό 25% του Σύμπαντος που αποτελείται από την λεγόμενη σκοτεινή ύλη παραμένει ακατανόητο και το Καθιερωμένο Μοντέλο μας είναι άχρηστο» (Εφημερίδα TA NEA).

Το υπόλοιπο του Σύμπαντος φαίνεται ότι αποτελείται από μια τελείως μυστηριώδη οντότητα, την σκοτεινή ενέργεια.

3. Ο άγιος Γρηγόριος Νύσσης για την δημιουργία του κόσμου

Είναι ανάγκη να δούμε με συντομία την εκπληκτική διδασκαλία του αγίου Γρηγορίου Νύσσης για την δημιουργία του κόσμου, που ομοιάζει κατά κάποιον τρόπο με την θεωρία της «Μεγάλης Έκρηξης» με την διαφορά ότι την ερμηνεύει μέσα από την ενέργεια του Θεού, ότι, δηλαδή, ο Θεός με την άκτιστη ενέργειά Του δημιούργησε τον κόσμο.

Ο ά­γιος Γρη­γό­ριος Νύσ­σης α­πορ­ρί­πτει, ό­πως το κά­νουν ό­λοι οι ά­γιοι Πα­τέ­ρες, την αυ­τό­μα­τη δη­μιουρ­γί­α του κό­σμου, για­τί ό­λα έ­γι­ναν με την δη­μιουρ­γι­κή ε­νέρ­γεια του Θε­ού και προ­ήλ­θαν «εκ του μη ό­ντος». Τα πά­ντα δη­μιουρ­γή­θη­καν «ουκ αυ­το­μά­τω τι­νί συ­ντυ­χί­α, κα­τά τι­να ά­τα­κτον και τυ­χαί­αν φο­ράν».

Ε­κτός α­πό την αρ­χή της μη «αυ­το­μά­του συ­ντυ­χί­ας» για την δη­μιουρ­γί­α του κό­σμου, ο ά­γιος Γρη­γό­ριος Νύσ­σης κά­νει λό­γο για την «α­θρό­αν κα­τα­βο­λήν». Έ­τσι ε­ξη­γεί τον λό­γο του Μω­ϋ­σέ­ως «εν αρ­χή ε­ποί­η­σεν ο Θε­ός τον ου­ρα­νόν και την γήν».

Γρά­φει: «Η ούν α­θρό­α των ό­ντων πα­ρά της α­φρά­στου δυ­νά­με­ως του Θε­ού κα­τα­βο­λή αρ­χή πα­ρά του Μω­ϋ­σέ­ως, ή­γουν «κε­φά­λαιον» κα­τε­νο­μά­σθη». Η σύ­στα­ση των ό­ντων έ­γι­νεν α­θρό­ως: «Ό­τι α­θρό­ον της των ό­ντων συ­στά­σε­ως…».

Μιά άλ­λη βα­σι­κή αρ­χή που συν­δέ­ε­ται με το προ­η­γού­με­νο εί­ναι ό­τι στην κτί­ση υ­πάρ­χει ο λε­γό­με­νος «ε­γκεί­με­νος της κτί­σε­ως λό­γος». Α­κό­μη και ό­ταν δη­μιουρ­γή­θη­κε το Σύ­μπαν, πριν εμ­φα­νι­σθή κά­θε μέ­ρος, ό­λο το Σύ­μπαν βρι­σκό­ταν στο σκο­τά­δι, για­τί «ού­πω γάρ ε­ξε­φά­νη του πυ­ρός η αυ­γή υ­πο­κε­κρυμ­μέ­νη τοίς μο­ρί­οις της ύ­λης» και έ­τσι ό­λα ή­ταν α­ό­ρα­τα, α­φα­νή και α­να­κα­τεμ­μέ­να. Ό­ταν ο Θε­ός έ­δω­σε ε­ντο­λή για την γέ­νε­ση του κό­σμου, τό­τε αυ­τό το πύρ που ε­πι­σκια­ζό­ταν α­πό τα μό­ρια της ύ­λης ε­πρό­βα­λε και α­μέ­σως «τώ φω­τί τα πά­ντα πε­ρι­ηυ­γά­ζε­το».

Έπειτα, μέ­σα σε ό­λη την κτί­ση υ­πάρ­χει ο λό­γος του Θε­ού. Ο ά­γιος Γρη­γό­ριος Νύσ­σης κά­νει λό­γο για τον «ε­γκεί­με­νον της κτί­σε­ως λό­γον».

Σε κά­θε όν ε­νυ­πάρ­χει κά­ποιος σο­φός και τε­χνι­κός λό­γος, έ­στω κι αν ε­μείς δεν τον βλέ­που­με έτσι, «πάν το γι­νό­με­νον, λό­γω γί­νε­ται» και τί­πο­τα α­πό ε­κεί­να που δη­μιουρ­γή­θη­καν α­πό τον Θε­όν δεν νο­εί­ται «ά­λο­γον τι και συ­ντυ­χι­κόν και αυ­τό­μα­τον». Ό­ταν ο Θε­ός εί­πε «γεν­νη­θή­τω φώς», ερ­μη­νεύ­ε­ται ό­τι αυ­τό α­να­φέ­ρε­ται «εις τον ε­γκεί­με­νον της κτί­σε­ως λό­γον».

Αυ­τός ο λό­γος-ενέργεια που ε­νυ­πάρ­χει σε ό­λα τα ό­ντα χα­ρα­κτη­ρί­ζε­ται α­πό τον ά­γιο Γρη­γό­ριο Νύσ­σης «οι­ω­νεί σπερ­μα­τι­κή δύ­να­μις».

Πρό­κει­ται για την πρώ­τη ορ­μή του Θε­ού προς δη­μιουρ­γί­α, που υ­πήρ­χε «δυ­νά­μει» στην κτί­ση, ό­χι ό­μως και ε­νερ­γεί­α, διό­τι η γή ή­ταν α­κό­μη α­ό­ρα­τη και α­κα­τα­σκεύ­α­στη.

Η α­ρι­στο­τε­λι­κή αρ­χή του δυ­νά­μει και ε­νερ­γεί­α χρη­σι­μο­ποι­εί­ται α­πό τον ά­γιο Γρη­γό­ριο Νύσ­σης για να ερ­μη­νεύ­ση το πώς δη­μιουρ­γή­θη­κε η κτί­ση.

Αυ­τή η σπερ­μα­τι­κή δύ­να­μη στα ό­ντα, την ο­ποί­α έ­βα­λε ο Θε­ός, ε­νερ­γο­ποι­ή­θη­κε με την δύ­να­μη του λό­γου Του. Γρά­φει: «τή μεν δυ­νά­μει τα πά­ντα ήν εν πρώ­τη του Θε­ού πε­ρί την κτί­σιν ορ­μή, οι­ο­νεί σπερ­μα­τι­κής τι­νος δυ­νά­με­ως προς την του πα­ντός γέ­νε­σιν κα­τα­βλη­θεί­σης, ε­νερ­γεί­α δε τα κα­θ” έ­κα­στον ού­πω ήν».

Έτσι, τα διά­φο­ρα εί­δη των ό­ντων ή­ταν α­πο­τέ­λε­σμα της σπερ­μα­τι­κής δυ­νά­με­ως και της δη­μιουρ­γι­κής ε­νέρ­γειας του Θε­ού. Στην αρ­χή ο Θε­ός δη­μιούρ­γη­σε την ά­μορ­φη ύ­λη που δεν ή­ταν ά­κτι­στη, και στην συ­νέ­χεια με τον δη­μιουρ­γι­κό Του λό­γο δη­μιούρ­γη­σε τις ποιό­τη­τες και έ­τσι δη­μιουρ­γή­θη­καν τα ε­πί μέ­ρους εί­δη.

Μέ αυ­τήν την δύ­να­μη και σο­φί­α που κα­τα­βλή­θη­καν στην κτί­ση για την τε­λεί­ω­ση κά­θε μο­ρί­ου του κό­σμου, «ειρ­μός τις α­να­γκαί­ος κα­τά τι­να τά­ξιν ε­πη­κο­λού­θη­σεν».

Γρά­φει ο ά­γιος Γρη­γό­ριος Νύσ­σης ό­τι ό­λα έ­χουν προ­κα­τα­νο­η­θή α­πό την σο­φί­α του Θε­ού «τά δια τι­νος α­να­γκαί­ας τά­ξε­ως κα­τά το α­κό­λου­θον εκ­βη­σό­με­να».

Γί­νε­ται φα­νε­ρό ό­τι η δη­μιουρ­γί­α του κό­σμου «εν αρ­χή» και η ε­πί μέ­ρους δη­μιουρ­γί­α των ό­ντων, ή­τοι το δυ­νά­μει και ε­νερ­γεί­α, η ά­μορ­φος ύ­λη, τα μό­ρια και η ε­ξέ­λι­ξή τους, οι ποιό­τη­τες έ­γι­ναν με την προ­σω­πι­κή ε­νέρ­γεια του Θε­ού, με τον δη­μιουρ­γι­κό Του λό­γο, που ει­σήλ­θε ευ­θύς εξ αρ­χής «α­θρό­ως» στην ου­σί­α των ό­ντων.

Α­πό ε­κεί με την δη­μιουρ­γι­κή ε­νέρ­γεια του Θε­ού προ­ήλ­θε αυ­τή η ορ­μή και το φώς που πε­ρι­έ­λου­σε την κτί­ση και δη­μιούρ­γη­σε τις ποιό­τη­τες των ει­δών.

Επομένως, ο κόσμος δημιουργήθηκε από τον Θεό, με την άκτιστη δημιουρ­γική ενέργειά Του και μέσα σε όλη την κτίση υπάρχει η άκτιστη ενέργεια του Θεού που ουσιοποιεί και ζωοποιεί την κτίση.

4. Επιστήμονες και Πατέρες της Εκκλησίας

Επανερχόμενος στην σύγχρονη ανακάλυψη του «μποζονίου του Χίγκς» θέλω να υπενθυμίσω ότι μερικοί αποκάλεσαν αυτό το σωματίδιο ως «σωματίδιο του Θεού».

Άλλοι όμως διετύπωσαν την άποψη ότι κακώς αποδόθηκε ως «σωματίδιο του Θεού», αλλά ο καλύτερος ορισμός είναι «σωματίδιο θεός».

Υφίσταται μεγάλη διαφορά. Άλλο να υποστηρίζη κανείς ότι πρόκειται για έναν τρόπο με τον οποίο ο Θεός δημιούργησε τον κόσμο, και άλλο ότι αυτή η ενέργεια και η ύλη είναι θεός.

Στην δεύτερη αυτή περίπτωση όχι μόνον οδηγείται ο άνθρωπος στον αγνωστικισμό και τον αθεϊσμό, αλλά αποδέχεται τον ματεριαλισμό-υλισμό, ότι δηλαδή αρχή του κόσμου είναι η ύλη.

Οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι προσπαθούσαν να απαντήσουν στο ερώτημα πώς δημιουργήθηκε και υπάρχει ο κόσμος καί, όπως λέγει ο Χάϊντε­γκερ, ερωτούσαν «γιατί υπάρχει ο κόσμος και όχι το τίποτα».

Μπορούμε να δούμε δύο γενικές απαντήσεις που δόθηκαν για το θέμα αυτό.

Μερικοί προσωκρατικοί φιλόσοφοι, όπως οι λεγόμενοι Ίωνες φυσικοί (Θαλής, Αναξίμανδρος, Αναξιμένης), που είναι «εισηγητές της λογικής, αμυθολόγητης κοσμοερμηνείας», μιλούσαν για την ύπαρξη της ύλης από την οποία δημιουργήθηκε ο κόσμος, η οποία ύλη έχει μέσα της δύναμη, οπότε «ύλη και δύναμη είναι ένα» και «η ενέργειά της μηχανική».

Οπότε, ο κόσμος, κατά την ιωνική αντίληψη «είναι υλικός και μηχανικός». Αυτή η «ιωνική φυσική», «η φυσιολογία», όπως έλεγαν οι αρχαίοι Έλληνες, «έχει βάση τον ντετερμινισμό» (Χαράλαμπος Θεοδωρίδης).

Άλλοι, οι μεταφυσικοί φιλόσοφοι, όπως ο Πλάτων, ανέπτυξε την θεωρία των ιδεών, ότι όλα τα όντα είναι αντίγραφα των ιδεών που υπήρχαν στον νού του ανώτατου όντος, του Θεού, ο δε Αριστοτέλης έκανε λόγο για το «πρώτον ακίνητον κινούν».

Οι Πατέρες της Εκκλησίας, όπως είδαμε προηγουμένως και στον άγιο Γρηγόριο Νύσσης, μελέτησαν τα σχετικά με την δημιουργία του κόσμου με θεολογικό λόγο.

Αρνήθηκαν και τον υλισμό και την μεταφυσική. Έτσι, στις δύο αυτές φιλοσοφικές κατευθύνσεις «εν αρχή ήν η ύλη» και «εν αρχή ήν η ιδέα», αντιπαρέθεσαν το «εν αρχή ήν ο Λόγος».

Ο Θεός είναι πρόσωπο, είναι αγάπη, αφού η αγάπη είναι η άκτιστη ενέργεια του Θεού. Επομένως ο Θεός δεν είναι ούτε ιδέα ούτε ύλη.

Έπειτα, λέγουν ότι ο Θεός εδημιούργησε τον κόσμο «εξ ούκ όντων», «εκ μη υπαρχούσης ύλης» με τον λόγο Του που είναι η άκτιστη ενέργειά Του, η οποία δημιουργεί κτιστά όντα.

Σύγχρονοι επιστήμονες χωρίζονται σε δύο κατηγορίες, ερμη­νεύ­οντας τις νέες ανακαλύψεις.

Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν εκείνοι που αποδέχονται κάποια δύναμη που βρίσκεται έξω από τον χώρο και τον χρόνο, η οποία δημιούργησε τον κόσμο.

Στην δεύτερη κατηγορία είναι οι αγνωστικιστές και οι άθεοι που ερ­μη­νεύουν την δημιουργία του κόσμου χωρίς να πιστεύουν στην ύπαρξη του Θεού. Πρό­σφατα διάβασα τις απόψεις ενός επιστήμονος που έλεγε: «Είμαστε μια ανα­κα­τανομή του τίποτα».

Επίσης έλεγε ότι η «Μεγάλη εικόνα» «πού έχουμε σήμερα για την εμφάνιση κι εξέλιξη του σύμπαντος» σε συνδυασμό με την δαρβινική εξέλιξη των ειδών «ελευθερώνει τον άνθρωπο από πολ­λά θεμελιώδη και υπαρξιακά ερωτήματα που τον απασχολούν από τότε που υπάρχει» (Δ. Νανόπουλος).

Πάντως, κατά τους Πατέρας, οι επιστήμονες μπορούν να ερευνούν τον κόσμο, να εξετάζουν από τί αποτελείται, πώς έγινε, αλλά δεν μπορούν να εισέρχωνται σε άλλα πεδία, δηλαδή της ύπαρξης ή μη του Θεού.

Άλλωστε, άλλο είναι το έργο της επιστήμης και άλλο το έργο της ορθόδοξης θεολογίας και δεν πρέπει να υπάρχη σύγκρουση ή σύγχυση μεταξύ τους.

Η επιστήμη ερευνά τον κτιστό κόσμο, την ύλη, τα άτομα, τα μόρια, τα πρωτόνια, τα σωματίδια, το κύτταρο, τα γονίδια κλπ. ενώ η θεολογία, που είναι εμπειρία, ασχολείται με το πώς ο άνθρωπος θα γνωρίση τον Θεό-πρόσωπο με τις άκτιστες ενέργειές Του.

Η επιστήμη προχωρεί σε διάφορες ανακαλύψεις οι οποίες πρέπει να ωφελούν και να μη βλάπτουν τους ανθρώπους, και η ορθόδοξη θεολογία δίνει απαντήσεις στις πνευματικές αναζητήσεις του ανθρώπου και στο πώς θα αποκτήση ανιδιοτελή αγάπη προς τον Θεό και τους συνανθρώπους του, σε μια εποχή μάλιστα που όχι μόνον κηρύσσεται «ο θάνατος του Θεού», αλλά και «ο θάνατος του πλησίον».

Τελικά, όσες ανακαλύψεις και αν κάνη η επιστήμη, ο άνθρωπος πεινά και διψά για προσωπικό Θεό, για ανιδιοτελή αγάπη, εσωτερική ειρήνη και ελευθερία, για πληρότητα πνευματική, θέλει να μάθη τί υπάρχει πέρα από την κτίση, τί γίνεται μετά τον θάνατο, τί είναι η αιώνια ζωή κ.ά.

Ο άνθρωπος δεν είναι άλογο όν, αλλά αναπτύσσει πολιτισμό, καλλιεργεί τις πνευματικές αρχές, αναζητά τον Θεό και επιδιώκει να βιώση την αγάπη Του.

Ο άνθρωπος μπορεί να ζήση χωρίς επιστήμη, αλλά δεν μπορεί να ζήση χωρίς Θεό.

Επομένως, η επιστήμη προσπαθεί να δώση μια ερμηνεία για την δημιουργία και την σύσταση του κόσμου, αλλά εκείνο που έχει μεγάλη σημασία είναι ποιός δημιούργησε τον κόσμο και τον άνθρωπο.

Ο Θεός δεν είναι μια άλογη δύναμη, ούτε ένα ευδαίμον όν, αλλά πρόσωπο, είναι ο Λόγος που δημιούργησε τον κόσμο και μέσα σε όλη την κτίση υπάρχουν οι «λόγοι των όντων», η ενέργεια του Θεού.

Ακόμη ο Θεός προσέλαβε σώμα για να θεώση τον άνθρωπο. Έτσι, ο άνθρωπος πού, κατά τον σημαντικό ορισμό του αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου, είναι «ζώον ενταύθα οικονομούμενον και αλλαχού μεθιστάμενον και πέρας του μυστηρίου τη προς Θεόν νεύσει θεούμενον», δεν αναπαύεται σε μερικές ανακαλύψεις, όσο ωφέλιμες κι αν είναι, αλλά αναζητά τον προσωπικό Θεό.

http://romfea.gr/arthra-apopseis/13101-2012-07-06-22-20-42

Ξωτικά στη μπλογκόσφαιρα!

0
0

277_1024.jpg

Συγχωρέστε με, αν σας πικράνω. Καμιά φορά πικραίνεις, για να γλυκάνεις…

Από την εποχή της κινηματογραφικής μεταφοράς του εξαίρετου μυθιστορήματος επικής φαντασίας Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιώναυξήθηκε κατακόρυφα η ενασχόληση των ανθρώπων με τις νεράιδες και τα ξωτικά.
Η ενασχόληση αυτή είναι όντως ενδιαφέρουσα και αποτελεί και για μένα γοητευτική ψυχαγωγία. Παρατηρούμε όμως σε αρκετούς συνανθρώπους μας μια εμμονή στην ενασχόληση με τα «μικρά πράσινα ανθρωπάκια» των αγρών (ή όπως αλλιώς τα περιγράφει κάθε λαϊκή μυθολογία), καθώς και πίστη στην πραγματική ύπαρξή τους.
Η πίστη αυτή, που τείνει να λάβει (ή έχει ήδη λάβει) χαρακτηριστικά ιδιαίτερης θρησκείας (μια μορφή «λατρείας της Γης», πνεύματα της οποίας θεωρούνται τα «αερικά»), είναι μια από τις πολλές εκφάνσεις του κινήματος της «νέας πνευματικότητας», της «νέας εποχής», που υπόσχεται στον άνθρωπο «εδώ και τώρα» πνευματικές εμπειρίες και «φώτιση» ή «αυτοπραγμάτωση» χωρίς τη συμμετοχή του σε κάποια θρησκεία. Το κίνημα ανακατεύει ιδέες όλων των θρησκειών προσφέροντας στους ανθρώπους νέες μορφές δεισιδαιμονίας, συχνά με το προσωπείο της «επιστήμης». Η χιονοστιβάδα του ενδιαφέροντος για τη γιόγκα και το διαλογισμό, το φενγκ σούι, τους «θεραπευτικούς κρυστάλλους», τον πνευματισμό, τη μαγεία κ.π.ά. λαμβάνει και τη μορφή του ενδιαφέροντος για τα «όντα του αλλόκοσμου», που πολλοί πιστεύουν ότι υπάρχουν, ότι επιδρούν στη ζωή μας, μας προστατεύουν και μπορούμε να επικοινωνήσουμε με αυτά.
 Η Ελλάδα δεν διαθέτει μόνο τη λαϊκή παράδοση, ούτε μόνο την αρχαία ελληνική παράδοση. Έχει και δύο χιλιετίες ορθόδοξης παράδοσης, η οποία περιέχει το «δρόμο το λιγότερο ταξιδεμένο» προς το Φως. Χιλιάδες άνθρωποι – ακόμη και στην εποχή μας – σεπολλούς λαούς έχουν ενωθεί με το Θεό και έχουν φτάσει σε κατάσταση θέωσης (ενώ ακόμη ζουν στη Γη, όχι μετά θάνατον) ακολουθώντας το δρόμο που δίδαξε ο Χριστός, τον ορθόδοξο δρόμο. Ο δρόμος αυτός δεν έχει διαμορφωθεί από κάποιες «ομάδες ρασοφόρων» αμφίβολης εγκυρότητας, αλλά από αγίους κάθε κοινωνικής τάξης, φύλου, ηλικίας και μορφωτικού επιπέδου.
Επειδή λοιπόν είμαι Έλληνας, δηλ. μετέχω σ’ αυτή την πανανθρώπινη παράδοση της Ορθοδοξίας, δε μπορώ να αγνοήσω τους σοβαρούς αγίους διδασκάλους μου και διδασκάλους των προγόνων μου, να εκλάβω ως απλά έθιμα την ορθόδοξη χριστιανική ζωή και να θεωρήσω έγκυρους και αληθινούς τους μύθους.
Με βάση λοιπόν τη μεγάλη αυτή πνευματική κληρονομιά, βλέπουμε τα εξής:
Η πίστη στις νεράιδες και τα ξωτικά οδηγεί τον άνθρωπο σε προβληματικούς δρόμους και σε πνευματική σύγχυση. Κατ’ αρχάς, προκαλούν την ψευδαίσθηση ότι ο άνθρωπος ικανοποιεί τις πνευματικές του ανάγκες και αναζητήσεις ασχολούμενος με αυτά και εκτοπίζει από τη ζωή του κάθε σοβαρή ενασχόληση με το Χριστό, τους αγίους και τα άγια μυστήρια, δηλ. με τον πραγματικό δρόμο προς το Φως και τη Φώτιση. Ή υποβιβάζει το Χριστό και τη διδασκαλία των αγίων στο ίδιο επίπεδο με τα (μυθικά) διδάγματα που νομίζει ότι αντλεί από τα «πνεύματα της Γης».
Εκτός αυτού, εκτίθεται στον κίνδυνο ν’ αρχίσουν πράγματι να επικοινωνούν μαζί του «πνευματικές οντότητες», που θα εμφανίζονται ως νεράιδες και ξωτικά (κατά κανόνα, καλά), αλλά στην πραγματικότητα θα είναι δαίμονες. Θα συμβεί δηλαδή κάτι παρόμοιο με την εκτός ορίων ενασχόληση μερίδας των ανθρώπων με τους εξωγήινους, αλλά ακόμη και με τους αγγέλους – παρότι οι άγγελοι εξ ορισμού είναι καλοί, αλλά αυτοί που εμφανίζονται σαν άγγελοι δεν είναι πάντα άγγελοι.
Ακόμη κι από τον εορτασμό των Χριστουγέννων τείνουν να εξοβελιστούν οι άγγελοι (κι ας εμφανίστηκε ολόκληρη «ουράνια στρατιά» στους ταπεινούς βοσκούς ψάλλοντας «Δόξα εν υψίστοις…») και να αντικατασταθούν από τα «ξωτικά του άη Βασίλη». Όλα τα παιδάκια ξέρουν πλέον τα ξωτικά του άη Βασίλη. Τους αγγέλους και τους αγίους; Μπα… (Για τον αληθινό Μέγα Βασίλειο, ούτε λόγος να γίνεται αν τον ξέρουν – «δεν υπάρχει» λέει «άη Βασίλης». Μωρ’ τι μας λέτε; Τότε ποιος έχτισε τη Βασιλειάδα; Ποιος τάισε τόσους φτωχούς; Ποιος τα ’βαλε με αυτοκράτορες; Ποιος καθοδήγησε το λαό; Ποιος σύνδεσε την επιστήμη της εποχής του και τη θρησκεία με αξεπέραστο τρόπο; Ο άγιος υπάρχει, τον γιορτάζουμε και μας ακούει, αλλά φέρνει την ευλογία του Χριστού στις ψυχές μας κι όχι φθαρτά δώρα, που αύριο θα πάνε στον κάλαθο).
Ότι αμέσως πριν αρχίσει η λειτουργία στις ορθόδοξες εκκλησίες κάθε Κυριακή οι ψάλτες ψέλνουν τον ύμνο των αγγέλων («Δόξα σοι τω δείξαντι το Φως. Δόξα εν υψίστοις Θεώ και επί γης ειρήνη εν ανθρώποις ευδοκία») και αμέσως μετά ευλογούμε το Θεό και αρχίζουμε τη θεία λειτουργία, που είναι η αληθινή επανάληψη του μυστικού δείπνου, με πρόσκληση να συμμετέχουμε όλοι, ποιος το ξέρει;
Και γιατί να το ξέρει; Δεν αποφέρει χρήμα στις εταιρίες, ούτε οπαδούς στις νεοεποχίτικες παραθρησκευτικές ομάδες και σέχτες – με το συμπάθιο…
Εδώ βλέπουμε ένα άρθρο που προσπαθεί να δώσει κάποιο σοβαρό νόημα για τη ζωή μας μέσα από τους μύθους για νεράιδες και ξωτικά, στηριζόμενο στη διδασκαλία του «εσωτερισμού». Μεταξύ άλλων γράφει:
Στην Εσωτερική Παράδοση ο κόσμος των ξωτικών περιγράφεται ως «στοιχειακό βασίλειο». Πρόκειται για οντότητες που υπάρχουν επάνω στη Γη από την αυγή της δημιουργίας της και είναι πιο αρχαίες και από τον άνθρωπο. Ουσιαστικά είναι εγγενείς δυνάμεις της φύσης, που ζουν και εργάζονται επάνω στη Γη. Η ύπαρξή τους αποτελεί μορφή έκφρασης και δράσης εκείνων των θεμελιωδών αρχών της Εκδήλωσης που αναφέρονται ως Τέσσερα Στοιχεία (Αέρας, Φωτιά, Νερό, Γη), παρόλο που δεν ταυτίζονται με τα τελευταία, αλλά αποτελούν μια κατώτερη αντανάκλασή τους. Τα στοιχειακά στο έργο τους, το οποίο αφορά στην ανοικοδόμηση, την υλοποίηση, τη διαμόρφωση και τη συντήρηση ολόκληρου του «φυσικού πεδίου» ύπαρξης, καθοδηγούνται από τους Αρχαγγέλους και τους Αγγέλους. 
Πρόκειται για μορφές ύπαρξης οι οποίες χαρακτηρίζονται ως «δημιούργημα του δημιουργήματος», καθώς συνιστούν ενεργειακά εργαλεία, τα οποία δομήθηκαν από το αγγελικό βασίλειο. Ως «τεχνητές» οντότητες, συνεπώς, στερούνται εκείνης της πνευματικής αρχής που ενυπάρχει, για παράδειγμα, στον άνθρωπο και την οποία οι εσωτερικές παραδόσεις αναφέρουν ως «πνευματικό σπινθήρα». Ωστόσο, τους έχει δοθεί η δυνατότητα να αποκτήσουν αυτόν τον πνευματικό σπινθήρα, μοχθώντας και μαθητεύοντας δίπλα στον άνθρωπο, ο οποίος έχει, για αυτόν το λόγο, τεράστιες ευθύνες. Παραδοσιακά, τα στοιχειακά όντα τα οποία έχουν αποκτήσει αυτόν τον πνευματικό σπινθήρα αναφέρονται ως «στοιχειακοί βασιλιάδες» και αποτελούν ένα είδος γέφυρας με τον κόσμο των ανθρώπων, αλλά και καθοδηγητές των υπόλοιπων στοιχειακών. Τα στοιχειακά είναι άφθαρτα και η ζωή τους δεν διέπεται από τους κύκλους γέννησης και θανάτου που χαρακτηρίζουν την ανθρώπινη ύπαρξη, αλλά διαρκεί όσο και η ίδια η Εξέλιξη. Όταν, για παράδειγμα, ένα άνθος, ένα δέντρο ή οτιδήποτε άλλο με το οποίο συσχετίζονται πεθαίνει, εκείνα εξακολουθούν να ζουν, έστω και αν δεν φαίνονται πουθενά, συνεχίζοντας αλλού το έργο της δημιουργίας. 
Συνδέονται με κάθε μορφή ύπαρξης επάνω στη Γη, συμπεριλαμβανομένων των βουνών, των ποταμών, των δέντρων, των θάμνων, των λουλουδιών, της χλόης, των γκρεμών και των βραχωδών σχηματισμών. Είναι παρόντα στη δημιουργία των κλιματολογικών φαινόμενων, όπως βροχές, άνεμοι, καταιγίδες, ανεμοστρόβιλοι, αλλά και ουράνια τόξα. 
Η δική τους εξελικτική πορεία είναι διαφορετική, αλλά παράλληλη με την ανθρώπινη. Βρίσκονται σε μια άλλη διάσταση, από όπου όμως υπάρχει η δυνατότητα να επικοινωνούν μαζί μας. Οι πύλες που οδηγούν σε αυτούς τους κόσμους είναι αόρατες, χωρίς συγκεκριμένες γεωγραφικές διαστάσεις και ανοίγουν σε διαφορετικές επικράτειες συνείδησης, πέραν αυτής του φυσικού επιπέδου ύπαρξης. Σε ορισμένες περιπτώσεις τα στοιχειακά μπορούν να γίνουν ορατά από ψυχικά ευαίσθητους ανθρώπους και υπάρχουν πλήθος τέτοιων αναφορών σε όλο τον κόσμο. 
Και προς το τέλος γράφει:
 
 

Εκείνο που χρειάζονται αυτά τα όντα από τον άνθρωπο είναι αγάπη, σεβασμός και συνεργασία. Ξαναβρίσκοντας τη χαμένη μας επαφή μαζί τους, βοηθάμε τη διαδικασία θεραπείας τόσο των εαυτών μας όσο και της Γης πάνω στην οποία ζούμε. Και μια τέτοια ουσιαστική σύνδεση με αυτά τα βασίλεια αναπτύσσεται όταν προσεγγίζουμε το περιβάλλον μας με λεπτότερο και βαθύτερο τρόπο. Πραγματοποιείται όταν, μέσα σε κλίμα αγάπης και γαλήνης, ανοίγουμε την καρδιά μας και αφήνουμε ελεύθερη και δεκτική την ύπαρξή μας στις ενέργειες της ζωής, πέρα από κάθε λογική και σκέψη. Μέσα σε νοητική σιγή, βιώνουμε τότε την παρουσία των λεπτότερων κόσμων, άμεσα και πέρα από κάθε ερμηνεία. 
Για το σκοπό αυτό, πολλοί άνθρωποι ανέκαθεν αναζητούσαν να φέρουν τον εαυτό τους πιο κοντά στη σοφία της φύσης, σε μια βαθύτερη εσωτερική αντίληψη των ενεργειών και των μηνυμάτων της. Αυτή η προσπάθεια ανοίγει τα κανάλια επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων και των στοιχειακών πνευμάτων της φύσης, με αποτέλεσμα, μέσα στο ταξίδι της ζωής, να νιώθουμε όλοι μας τα αδιόρατα νήματα που μας συνδέουν με αυτούς τους μαγευτικούς και παράξενους λεπτούς κόσμους ύπαρξης. Τελικά, εκείνο που φαινόταν μύθος, λαϊκή παράδοση, όνειρο και φανταστικό διαπιστώνεται ότι αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της Μίας Ζώης, στην οποία όλοι συμμετέχουμε ως ζωντανά και δημιουργικά κύτταρα.

Ορίστε και ένα σχόλιο (ανάμεσα σε πολλά άλλα) σε ιστοσελίδα παρόμοιου ενδιαφέροντος:

Είναι απίστευτο αυτό το site για τις Νεράϊδες! Εγώ πιστεύω οτι υπάρχουν. Και υπάρχουν σε ένα κόσμο με άλλα, μυθικά πλάσματα, ξωτικά, περίεργους, μυστηριώδεις κόσμους, αόρατους στο ανθρώπινο -απασχολημένο από την επίπεδη καθημερινότητα- μάτι.
Ευτυχώς είμαι Σαββατογεννημένη, κι έτσι πιστεύω οτι κάποια μέρα θα δώ αυτά τα φανταστικά πλάσματα. Το λέω με σιγουριά, γιατί όταν ήμουν μικρή, “έβλεπα” και ζούσα περίεργα, παραφυσικά φαινόμενα, που μεγαλώνωντας, τα παρέβλεψα, χάρην της επίπεδης πραγματικότητας. Και ξαφνικά, συνάντησα κατα τύχη αυτό το υπέροχο site, που με ξύπνησε απ’το λήθαργο, και θυμήθηκα να ονειρεύομαι ξανά! 

Όλα τα παραπάνω πρέπει να επισημάνουμε ότι είναι πλήρως αβάσιμα και παραπλανητικά, με βάση τη σοφία των αγίων διδασκάλων μας, που γνωρίζουν από την εμπειρία τους όλες τις πνευματικές καταστάσεις, θείες, δαιμονικές και ψυχικές, αλλά και την πλάνη, δηλ. την ψευδή εμφάνιση κακών πνευμάτων ως δήθεν «αγαθών».
Τώρα ας θέσουμε το ερώτημα: υπάρχουν πράγματι νεράιδες και ξωτικά;
Άγγελοι και δαίμονες ξέρουμε πέρα από κάθε αμφιβολία ότι υπάρχουν, όχι μόνο λόγω των αναφορών τους στην Αγία Γραφή, αλλά και λόγω των αναρίθμητων συναντήσεών τους με ανθρώπους κάθε εποχής.
Αν υπάρχουν οι νεράιδες και τα ξωτικά, τι είδους όντα είναι; Αγαθά ή κακοποιά;
Στις Ελληνικές Παραδόσεις του Νικολάου Πολίτη συναντάμε ένα σωρό διηγήσεις για νεράιδες, που συμφωνούν σε ένα: ότι οι νεράιδες είναι κακοποιά όντα.
Παραθέτουμε μια κλασική διήγηση, αλιευμένη από το διαδίκτυο (από εδώ):
littlel.jpg

Οι αρκαδιανές νεράιδες υμνήθηκαν από το λαό μας περίσσια. Σύμφωνα με μαρτυρία μιας γερόντισσας στο Νεραϊδοβούνι Αρκαδίας έχουνε το λημέρι τους και γυρίζουν αναγύρω και μαζεύονται ύστερα εκεί πάνου κάθε μεσημέρι και κάθε βράδυ. Οι νεράιδες μπορεί να γίνουνε ό,τι θες. Γυναίκες είναι, μα μεταμορφώνονται και σε άλλα αερικά. Φορούνε όμορφα σκουτιά χρυσά κι ουλοένα γλεντάνε, τραγουδάνε και χορεύουνε. Έχουνε λογιώνε όργανα, νταούλια, σιουρίχτρες, χίλια δυο. Δεν κοτάει να ζυγώσει κανείς κατά το Νεραϊδοβούνι.
Όγιος τις γλέπει, λαβώνει. Ή γίνεται ζουρλός ή αρρωσταίνει καμπόσο καιρό κι αν δεν τουδιαβάσουνε ευκέλαιο, δε γιατρεύεται. Όσοι περνάνε από μακριά, ακούνε ναι βουή. Έχω κι εγώ ακουσμένα μια αντάρα που σειέται ούλος ο τόπος. Αν κάνει και μιλήσει κανείς κοντά τους, πάει δουλειά του. Θα του πάρουνε τη φωνή και θα μείνει άλαλος και μουγγός.
Έχουνε την Κυρά τους, τάχατες να πούμε, που τις διευθύνει, εδώ να πάτε, εκεί να πάτε, τους λέει [«Ν»: παρόμοιες παραδόσεις υπάρχουν και για τους δαίμονες]. Όγιος περάσει νύχτα ή ντάλα μεσημέρι από το Νεραϊδοβούνι δίχως να ξέρει πως βγαίνουνε νεράιδες και τον ιδούνε, πάει! Του πέφτουνε κοντά και τον παίρνουνε μαζί τους. Από τότενες πλια χάνεται ο άνθρωπος. Τόνε κρατούνε δυο τρεις ημέρες και λένε τάχατες, ξέρω κι εγώ; Πως κάνουν αμαρτία και γεννάνε και παιδιά. Τόνε ταΐζουνε κει μέσα κάτι δικά τους φαγιά και τόνε ξελογιάζουνε με δικά τους κρασιά. Και κοιμώνται λέει αντάμα κι ο άνθρωπος τελεύεται από τις αγκαλιές τους. Υστερινά τον απολάνε και κείνος τότενες γυρίζει τα όρη και τα βουνά σαν τρελλαμένος. Γίνεται κατακίτρινος, ισχνός και ξεραγκιανός σαν τσίρος. Αρχινάει πλια και σώνεται και θα πεθάνει, αν δεν τον ξορκίσουνε οι μαγίστρες. Ετούτα τά ‘παθε ένας από τη Βυτίνα, μα εγίνηκε καλά, γιατί τον ξορκίσανε οι μαΐστρες. Τον παίρνουνε τον άρρωστο στο σπίτι τους και τον ξαπλώνουνε κατάχαμα, απάνου σ’ ένα κόκκινο σκουτί. Ύστερα παίρνουνε μέλι κι αλείβουνε γύρω γύρω το πάτωμα, γιατί μιλάνε των νεράιδωνε κι εκείνες έρχονται κι αν δεν τις γλυκάνεις, δεν ξαμποδένουνε τον άρρωστο, φεύγουνε. Εκεί καθόνται μοναχές οι μαΐστρες και κλειούνε τα παραθύρια και κάτι λένε μέσα τους κι ερχόνται οι νεράιδες με την Κυρά τους εκεί, ξέρω κι εγώ τι κουβεντιάζανε και σε λιγούλι βγαίνει όξω μια μαΐστρα και λέει στους συγγενείς του άρρωστου:
Μας είπε η Κυρά να μας φέρουτε το τάδε, ένα τουλούμι τυρί να ειπούμε, πέντε τουλούπες μαλλιά, έν’ αρνί, πενήντα δραχμές. Ό,τι θέλουν εκείνες, λένε τάχατες πως τα παίρνουνε οι νεράιδες για πλερωμή, μα δε με συχωράς, τα τρώνε οι μαΐστρες οι άτιμες. Άμα πλια πάρουνε ό,τι τις βαστάξει η ψυχή τους, κάνουν τα γητέματα και ποτίζουνε τον άρρωστο ένα γιατρικό από κάτι ρίζες, που λένε πως λάμπουνε σαν κωλοφωτιά τη νύχτα και γίνεται πλια ο άρρωστος καλά.
Ξόρκια και φυλαχτά
Οι Νεράιδες δίνουνε και πάθος στον άνθρωπο, που γιατρεύεται με ξόρκια και μαγικά. Με τους καλούς είναι καλές, τους δίνουν φυλαχτά και τους μαθαίνουν πολλά μαγικά γιατροσόφια. Για να προστατευτούν απ’ την κακή ώρα των νεράιδων οι άνθρωποι φοράνε φυλαχτά με ψωμί, μπαρούτι, σκόρδο, κόκκαλα χελώνας ή φιδιού τυλιγμένα σε άσπρο πανάκι. Στην Αρκαδία αν θέλει κανείς να δει τη νεράιδα της ανεμοξουριάς, να φανερωθεί μπροστά του μ’ όλη της την ομορφιά, πρέπει το καλοκαίρι να σούρνει πάντα κοντά του αλάτι κι όταν δει ανεμοξουριά να ρίξει τ’ αλάτι και η νεράιδα θα ξεφυτρώσει και θα τη δει. Μπορεί κανείς, αν κάνει όσα πρέπει, κι από μέσα απ’ την ανεμοξουριά να της αρπάξει το κόκκινο φεσάκι ή το μεταξωτό μαντήλι που φορεί στο κεφάλι της και να της γυρέψει ό,τι θέλει, ό,τι χάρη της ζητήσει του την κάνει και μετά τον αφήνει και γυρίζει στο σπίτι του. Το καλύτερο απ’ ούλα είναι να της γυρέψει το αθάνατο νερό ή κανένα ρούχο της νεράιδας, γιατί αυτό γιατρεύει κάθε λογής αρρώστια. 
Λαβώματα 
Οι νεράιδες γνέθουν και υφαίνουν κατάλευκα υφάσματα λεπτότατα σαν τον ιστό της αράχνης. Πλένουν στα ποτάμια και απλώνουν τα άσπρα αραχνοΰφαντα ρούχα τους στους γύρω θάμνους να στεγνώσουν. Αν κάποιος περάσει από κει τον πειράζουν, τον λαβώνουν και μόνο με μαγικά ξόρκια θεραπεύεται. 

ΒΑΣΙΛΙΚΗ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΠΟΥΛΟΥ
Δρ. Λαογραφίας Πανεπιστημίου Αθηνών
Η διήγηση αυτή συνοψίζει πράγματι τα πιο βασικά στοιχεία που δίνει η λαϊκή μας παράδοση για τη νεράιδα, εκτός από το παραμύθι για το «μαντήλι της νεράιδας», που αν της το κλέψεις γίνεται γυναίκα και σε παντρεύεται (εδώ δίνεται με άλλη εκδοχή). Παρόμοιες παραδόσεις υπάρχουν πάρα πολλές, όπως και πολλές που μπλέκουν νεράιδες και αρσενικά, βάρβαρα δαιμόνια, αλλά και άλλες που, με την ίδια διήγηση, σε μια περιοχή της Ελλάδας αναφέρουν νεράιδες και σε άλλη δαίμονες.
Αν λοιπόν τα παίρνεις στα σοβαρά όλ” αυτά, καλύτερα να προσέχεις (περί των «αρχαίων παραδόσεων» της Αρκαδίας δες, αν θέλεις, και εδώ – έχει όμως και αγίους η Αρκαδία και σπουδαία μοναστήρια κ.τ.λ., που είναι η αληθινή πνευματική όψη της).
Σ’ αυτά πρέπει να προσθέσουμε το θρύλο ότι οι νεράιδες κλέβουν ή πνίγουν μωρά ή μαγεύουν τα ρούχα των νεογέννητων κ.λ.π. Επίσης υπάρχουν και μύθοι για τερατόμορφες νεράιδες, μαύρες, με πόδια γαϊδάρου κ.τ.λ.
 
 
Εικ. από εδώ
Αλλά και για παραδόσεις άλλων λαών διαβάζουμε παρόμοια στοιχεία. Είναι χαρακτηριστική η κέλτικη ιστορία με τα ξωτικά που το “βαλαν στα πόδια – ενώ αρχικά εμφανίζονταν ως αγαθά – όταν τους είπε ο παπάς ενός χωριού ότι θέλει να τα συναντήσει (στο Θαν. Παπαθανασίου – Ελένης Ταμαρέση, Δρόμοι Κελτών – Δρόμοι Σαξόνων).
Και μια σύνοψη (από εδώ):
Ανάμεσα στις δραστηριότητες των ξωτικών αναφέρονται οι γιορτές, οι μάχες, ο έρωτας, η θεραπεία, ο χορός και η μουσική, που τόσο όμορφα ξέρουν να παίζουν. Στις περισσότερες χώρες η μουσική έχει συνδεθεί με τα ξωτικά και πολλοί άνθρωποι την έχουν διδαχτεί από αυτά τα όντα. Αναφέρεται, μάλιστα, πως η μουσική τους ασκεί μαγική επίδραση στους θνητούς, ρίχνοντάς τους συχνά σε μια κατάσταση έκστασης, μεταφέροντάς τους σε άλλους κόσμους. Πιθανά κάποιο ξόρκι να επαναφέρει τους μαγεμένους πίσω στον κόσμο, παρόλα αυτά θα είναι για πάντα αλλαγμένοι. Όσο για το χορό τους, είναι τόσο απαλός και αέρινος ώστε αφήνει άθικτα, αν και όχι πάντα, τα ξερά φύλλα του φθινοπώρου κάτω από τα πόδια τους.
Ορίστε και ο φόβος των ζώων για τις νεράιδες, στοιχείο που υπάρχει και για τους δαίμονες (εδώ):
Ουλούθε όπου βγαίνει νερό, εκεί μένει και νεράιδα. Για τούτο, ο άνθρωπος, τη νύχτα που ήθελε να περάσει κοντά από τρεχούμενο νερό, δε μίλαγε, για να μην του πάρει η νεράιδα τη φωνή. Αλλά κάποσες βολές, και τούτο ακόμα το λένε μερικές γυναίκες ότι το είδανε, το νερό τη νύχτα κοιμάται, όπου λέμε, μένει χωρίς να κουνηθεί ολότελα, και τότε πλια η νεράιδα έναι κει στο νερό. Αλλά για να φύγει η νεράιδα και να τρέξει πάλε το νερό, είναι ετούτο: ο άνθρωπος πετάει μια πέτρα μες το νερό, και τότες αμέσως η νεράιδα φεύγει και το νερό τρέχει.
Τη νεράιδα τότε ούλοι δεν τη γλέπουνε. Μομ” τα άλογα τη γλέπουνε και φρουμάζουνε και ξαφνιάζονται, και δε θέλουνε να περάσουνε από κει, καθώς και τα σκυλιά – όσα όμως είναι τεσσερομάτικα, δηλαδή έχουν σημάδι απού πάνω από τα φρύδια, τα μαύρα άσπρο, τα άσπρα μαύρο. Τα άλλα δεν τη γλέπουνε
πηγή : Aπό τις Παραδόσεις του Νικολάου Πολίτη (Εκδόσεις γράμματα) 
(Λάστα του Δήμου Μυλάνοτος της Γορτυνίας)
Ας σταματήσω εδώ. Αγαπώ τα παραμύθια και τη σχετική λογοτεχνία, τις ταινίες κ.τ.λ. Αγαπώ κι εκείνους που ασχολούνται μαζί τους και, στα διαλείμματα του χρόνου μου, συχνά ασχολούμαι κι εγώ. Αλλά, συγχωρέστε με, δεν είναι αληθινά. Οι άνθρωποι που τα πιστεύουν είναι αληθινοί και αγαπητοί μου αδελφοί, όποιοι κι αν είναι, ακόμη κι αν δεν τους ξέρω. Όμως οι νεράιδες και τα ξωτικά, τα «όντα του αλλόκοσμου», τα «πνεύματα των αγρών», δεν είναι αληθινά.
Όμως ο Χριστός και οι άγιοι είναι αληθινοί. Τα δάση μας (όπως & οι πόλεις μας) είναι αγιασμένα, επειδή είναι γεμάτα ξωκλήσια και μοναστήρια, επειδή έχουν ασκητέψει και σε πολλά σημεία ακόμη ασκητεύουνάγιοι άνθρωποι. Δεν είναι «μαγικά» επειδή, δήθεν, κατοικούνται από νεράιδες και ξωτικά.
Ο Χριστός και οι άγιοί μας είναι αληθινοί. Η Παναγία μας είναι αληθινή. Τα άγια μυστήρια της Εκκλησίας μας είναι αληθινά. Οι άγγελοι και οι δαίμονες είναι αληθινοί. Αλλά δεν είναι δουλειά μας να ψάχνουμε για «επικοινωνία» μαζί τους. Μας είναι αρκετή η θεία κοινωνία του σώματος και αίματος του Ιησού Χριστού, για να μας μεταμορφώσει σε μικρούς Χριστούς. Μας είναι αρκετός ο πνευματικός και ηθικός αγώνας που μας δίδαξαν και μας διδάσκουν οι άγιοί μας για να ενωθούμε με το Θεό εν Χριστώ.

Το εσφαλμένο του Filioque (π. Ι. Ρωμανίδης).

0
0

Κατά τα πρώτα  βήματα της επιστροφής μου (σημείωση π. Γ. Μεταλληνού: «Ασφαλώς εννοεί την στροφή του στην μελέτη της ορθοδόξου παραδόσεως») εις την Ορθοδοξίαν έμαθα ότι το εσφαλμένον του Filioque βασίζεται εις την δυτικήν σύγχυσιν θείας ουσίας και ενεργείας. Ούτω οι Δυτικοί ισχυρίζονται μεταξύ άλλων ότι, αφού το Πνεύμα πέμπεται και δίδεται όχι μόνον υπό του Πατρός, αλλά και υπό ή δια του Υιού, έπεται ότι εκπορεύεται και εκ του Υιού ή δια του Υιού. Η σύγχυσις αύτη της ενεργείας του πέμπειν μετά της εκπορεύσεως, ο της ουσίας εστίν, δικαιολογεί εις τα όμματα των Δυτικών το Filioque.

«Ει μηδέν διαφέρει της θείας ενεργείας η θεία ουσία, και το γεννάν και εκπορεύειν, ουδέν δοίσει του ποιείν· ποιεί δε ο Θεός και Πατήρ δι’ Υιού εν Αγίω Πνεύματι. Ώστε και γεννά και εκπορεύει, κατά την των εναντίων δόξαν και των κατ’ αυτούς, δι’ Υιού εν Αγίω Πνεύματι» (Παλαμάς, PG150, 1189).
Αφού εφθάσαμεν εις το Filioque, επανερχόμεθα εις την κατηγορίαν του κου Καθηγητού ότι δεν παραδέχομαι τον Θεόν ως νουν κατά την ουσίαν με αρχέτυπα (εν τη θεία ουσία). Βεβαιότατα δεν παραδέχομαι τοιούτον τι, όχι μόνον διότι οδηγεί εις τον ανθρωπομορφισμόν και ουδείς Πατήρ διδάσκει αυτό, αλλά και διότι οι Έλληνες Πατέρες συστηματικώς κατεπολέμησαν τα τοιαύτα, ως ανέκυψαν εις το ζήτημα του Filioque.
 
Ταυτίζοντες οι Δυτικοί ουσίαν και ενέργειαν, ανάγουν τας νοητικάς ενεργείας του Θεού εις αυτήν ταύτην την θείαν ουσίαν. Δι’ αυτούς «μόνον εν Θεώ η ενέργεια της νοήσεως είναι αυτή αύτη η ύπαρξις αυτού. Λοιπόν μόνον εν τω Θεώ νους και ουσία είναι ταυτόν, ενώ εν τοις λοιποίς νοητοίς ποιήμασιν ο νους είναι δύναμις» (Παπικό σύγγραμμα Summa Theologica, μερ. Α’, κεφ. 79, άρθ. 1).
Λοιπόν , δια μιας αναλύσεως των νοητικών ενεργειών της θείας ουσίας περιγράφουν μιαν θεϊκήν ψυχολογίαν και ευρίσκουν πως τα Τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος δύνανται να υπάρχουν εντός της μίας και κατά πάντα απλής θείας ουσίας. Ούτω οι ακολουθούντες τον Αυγουστίνον Δυτικοί ισχυρίζονται ότι τα τρία πρόσωπα δύνανται να παρομοιασθούν με τρείς λειτουργίας της διανοίας. Ούτω εκλαμβάνουν την θείαν ουσίαν ως memoria, intelligentia, καιvoluntas ή mens, notitia, και amor. Κατά την τελευταίαν εκδοχήν η θεία ουσία είναι «νους», «αυτογνωσία», και «αυτοαγάπη». Ο Πατήρ είναι νους, ο Υιός είναι η αυτογνωσία του νοός και το Πνεύμα είναι υπό του Υιού προκληθείσα αγάπη του νοός προς εαυτόν. Κατά ταύτα το Πνεύμα έχει την ύπαρξίν του εν τω Πατρί και εν τω Υιώ και ως εκ τούτου εκπορεύεται εκ του Πατρός και εκ του Υιού. Ενώ κατά τους Έλληνας Πατέρας γνώσις και αγάπη είναι θείαι ενέργειαι, δια τους Δυτικούς είναι της θείας ουσίας.
Αι δε σχέσεις ή ενέργειαι της θείας ουσίας προς εαυτήν λέγονται πρόσωπα. Κατά τους Δυτικούς αι σχέσεις αύται της θείας ουσίας προς εαυτήν υπάρχουν δια της νοήσεως και δια της βουλήσεως. Δικαίως, λοιπόν, καταδίκασαν την διδασκαλίαν ταύτην οι Έλληνες Πατέρες ως Σαβελλιανισμόν. Και οι Σαβελλιανοί επρέσβευον ότι τα τρία πρόσωπα είναι ενέργειαι της μιας ουσίας.
(Απόσπασμα από το «Εγχειρίδιον», π. Ι. Σ. Ρωμανίδης, σελ. 156-158).

Σπαράγματα αληθείας από τις επιστολές του Ιουλιανού.

0
0

Ο Ιουλιανός ο Αποστάτης, αν και καταφέρθηκε εναντίον της Εκκλησίας και της Χριστιανικής πίστεως, μιλώντας μάλιστα πολύ υποτιμητικά για αυτήν χαρακτηρίζοντάς την «αθεΐα», «ασέβεια», και τους Χριστιανούς «Γαλιλαίους», εντούτοις έγραψε και πράγματα που μπορεί να χρησιμοποιηθούν ως απολογητικά στοιχεία υπέρ της. Τέτοια σπαράγματα αληθείας παρουσιάζονται παρακάτω, από τις επιστολές του. Έχουν αξία διότι προέρχονται από έναν αρνητή της πίστεως. Τα στοιχεία ελήφθησαν από τον τρίτο τόμο των «Απάντων του Ιουλιανού», από τις εκδόσεις Ζήτρος.

Η κλασσική αρχαία γραμματεία διδάσκονταν στην εποχή του Χριστιανικού Βυζαντινού Κράτους, σε αντίθεση με όσα ισχυρίζονται ψευδώς οι σημερινοί αρχαιολάτρες. Μάλιστα, ο Ιουλιανός θεωρούσε ότι δεν ήταν σωστό να διδάσκεται από χριστιανούς καθηγητές. Αυτό που ενδιαφέρει στο προκειμένω, είναι ότι έχουμε την σαφέστατη αναφορά από τον Ιουλιανό.
Στην επιστολή 61 [ep. 42] γράφει: «Κατά τον Όμηρο, τον Ησίοδο, τον Δημοσθένη, τον Ηρόδοτο, τον Θουκιδίδη, τον Ισοκράτη και τον Λυσία οι θεοί είναι προστάτες κάθε μορφωτικής προσπάθειας. Δεν πίστευαν τον εαυτό τους αφιερωμένο άλλοι στον Ερμή και άλλοι στις Μούσες; Νομίζω ότι είναι άτοπο όσοι εξηγούν τα έργα τους να περιφρονούν τους θεούς που εκείνοι τιμούσαν. Ωστόσο, αν και θεωρώ ότι αυτό είναι άτοπο, δεν υποστηρίζω ότι πρέπει αυτοί να αλλάξουν γνώμη και να διδάσκουν τους νέους· τους αφήνω στην δυνατότητα επιλογής να μην διδάσκουν όσα θεωρούν ότι δεν είναι σημαντικά, αλλ’ αν θέλουν να διδάξουν, να διδάσκουν πρώτα και να προσπαθούν να πείσουν τους μαθητές τους ότι ούτε ο Όμηρος ούτε ο Ησίοδος ούτε κανείς απ’ όσους ερμηνεύουν, αφού τους κατηγόρησαν για ασέβεια, για αστοχασιά και για πλάνη στη γνώμη τους για τους θεούς» (σελ. 411).
Κατά την περιοδεία του στην Μ. Ασία επισκέφτηκε την Τροία, και ο Επίσκοπος Πήγασος (ο οποίος ήταν αρειανόφρονας) του έδειχνε τους αρχαιολογικούς χώρους, ο Ιουλιανός παρατήρησε ότι δεν έκανε το σημείο του σταυρού. Από τα λόγια του φαίνεται καθαρά ότι τόσο το σημείο του σταυρού όσο και η χρήση του ως συμβόλου ήταν κοινός τόπος μεταξύ των Χριστιανών.
Στην επιστολή 79 [ep. 78] γράφει: «Εκείνος με μεγάλη προθυμία με οδήγησε εκεί, μου άνοιξε τον ναό και, σαν να με χρησιμοποιούσε ως μάρτυρά, μου έδειξε με ακρίβεια όλα τα αγάλματα που ήταν σώα· και δεν έκανε τίποτε απ’ όσα συνηθίζουν να κάνουν εκείνοι οι ασεβείς, δηλαδή να σχεδιάζουν πάνω στο μέτωπό τους το σημείο της ασέβειας και δεν σφύριζε, όπως εκείνοι, σιγά- σιγά· διότι το πιο σημαντικό της θεολογίας τους είναι αυτά τα δύο, το σφύριγμα για τους δαίμονες και το να σχεδιάζουν στο μέτωπό τους τον σταυρό» (σελ. 455).
Πολύ σημαντική είναι η επιστολή του Ιουλιανού προς τον εθνικό αρχιερέα Αρσάκιο, όπου αναγνωρίζει τηνφιλανθρωπική δράση των Χριστιανών και την πτωτική πορεία της εθνικής θρησκείας. Μάλιστα, η πίστη είχε εισχωρήσει ακόμα και σε  οικογένειες εθνικών ιερέων.
«Νομίζουμε ότι αυτά αρκούν και δε βλέπουμε ότι εκείνα που αύξησαν προπαντών την αθεΐα είναι η φιλανθρωπία που δείχνουν προς τους ξένους, η μέριμνά τους για την ταφή των νεκρών και η προσωπική σοβαρότητα της ζωής τους;» (σελ. 497).
«Αυτούς ή φιλοτίμησέ τους ή πείσε τους να σοβαρευτούν ή καθαίρεσέ τους από το ιερατικό αξίωμά τους, αν δεν πηγαίνουν να προσεύχονται στους θεούς με τις γυναίκες, με τα παιδιά και με τους δούλους τους, αλλά ανέχονται να δείχνουν ασέβεια προς τους θεούς οι δούλοι τους ή οι γιοί τους ή οι Γαλιλαίες γυναίκες τους και να προτιμούν την αθεΐα από τη θεοσέβεια» (σελ. 497).
«Διότι είναι ντροπή, ενώ από τους Ιουδαίους  δεν επαιτεί κανείς και ενώ οι ασεβείς Γαλιλαίοι εκτός από τους δικούς τους τρέφουν και τους δικούς μας, οι δικοί μας φτωχοί να μην έχουν τη δική μας βοήθεια .[..] Λοιπόν ας μην αφήνουμε σε άλλους να κάνουν σαν ζηλωτές τα καλά μας έργα κι ας μην τα ντροπιάζουμε οι ίδιοι με τη ραθυμία μας, ή καλύτερα, ας μην εγκαταλείπουμε την ευλάβειά μας προς τους θεούς» (σελ. 499).
Σε άλλη επιστολή του (89b), αναφέρει: «Επειδή, κατά την γνώμη μου, έτυχε να παραβλέπονται και να παραμελούνται από τους ιερείς οι θεόφτωχοι, το παρατήρησαν οι ασεβείς Γαλιλαίοι και ανέλαβαν αυτή τη φιλανθρωπία και δυνάμωσαν τη χειρότερη επιχείρηση με την εντύπωση των σωστών ενεργειών τους [..] με τον ίδιο τρόπο άρχισαν και αυτοί με τη λεγόμενη από αυτούς αγάπη, φιλοξενία και διακονία της κοινής τράπεζας (όπως η πράξη, έτσι και η λέξη διακονία έχει διαφορετική σημασία) παρέσυραν πάρα πολλούς στην αθεΐα» (σελ. 557).
Η αδιαφορία των ανθρώπων για την εθνική θρησκεία (όσων δεν είχαν γίνει ακόμα χριστιανοί), εκφράζεται από τον Ιουλιανό και σε άλλη μια επιστολή του, προς τον εθνικό αρχιερέα Θεόδωρο: «[..] ενώ εμείς είμαστε τόσο αδιάφοροι απέναντι στους θεούς, ώστε έχουμε λησμονήσει τα πατροπαράδοτα [..]». (σελ. 519).
Όχι μόνο οι Χριστιανοί δεν κατέστρεψαν κλασσικά έργα τέχνης, αλλά τα διέσωσαν στα μοναστήρια. Σε αντίθεση με τον Ιουλιανό που σε επιστολή του προς τον έπαρχο της Αιγύπτου Εκδίκιο, εκφράζει την επιθυμία του να καταστρέψει την χριστιανική γραμματεία της εποχής του από την βιβλιοθήκη του αρειανόφρονα Γεωργίου του Καππαδόκη, μετά την δολοφονία του. «Εγώ από μικρό παιδί είχα σφοδρό πόθο να αποκτήσω βιβλία. Λοιπόν θα είναι άτοπο να βλέπω με αδιαφορία να τα σφετερίζονται άνθρωποι που δεν τους αρκεί το χρυσάφι, για να κορέσουν τη μεγάλη επιθυμία τους να πλουτίσουν, αλλ’ επιπλέον σκέφτονται να υπεξαιρέσουν εύκολα και αυτά. Κάνε μου λοιπόν μια προσωπική χάρη να βρεθούν όλα τα βιβλία του Γεωργίου. Πολλά από τα βιβλία του ήταν φιλοσοφικά, πολλά ρητορικά, πολλά ήταν  και της διδασκαλίας των ασεβών Γαλιλαίων· αυτά τα τελευταία θα ήθελα να τα εξαφανίσω εντελώς, αλλά για να μην  εξαφανισθούν μαζί τους τα πιο χρήσιμα, ας αναζητηθούν και αυτά με προσοχή» (σελ. 581).
Ο Ιουλιανός ομολογεί τους διωγμούς κατά των Χριστιανών που διέπραξε ο αρειανόφρονας Κωνστάντιος (ξάδελφος του Ιουλιανού): «Φανταζόμουν ότι οι αρχηγοί των Γαλιλαίων θα χρωστούσαν μεγαλύτερη ευγνωμοσύνη σ’ εμένα παρά σ’ εκείνον που πήρε την εξουσία πριν από εμένα· διότι κατά την διάρκεια της βασιλείας εκείνου πολλοί από αυτούς εξορίστηκαν, καταδιώχτηκαν και φυλακίστηκαν [..]» (σελ. 599).
Επίσης, στην ίδια επιστολή, παραινεί τους εναπομείναντες οπαδούς της εθνικής θρησκείας να μην επιτίθενται κατά των Χριστιανών. «Και πάλι και πολλές φορές συμβουλεύω όσους είναι προσανατολισμένοι στην πραγματική θεοσέβεια να μη ζημιώνουν τα πλήθη των Γαλιλαίων, να μην κάνουν επιθέσεις εναντίον τους και να μην τους βρίζουν».

Είμαστε σίγουροι ότι οι συγγραφείς της Αγίας Γραφής έγραψαν την αλήθεια;

0
0

Τα Ευαγγέλια γράφτηκαν, ενώ υπήρχαν ακόμη αυτόπτες και αυτήκοοι μάρτυρες του Χριστού. Δεν μπορούσαν να γράψουν ψέμματα και για το λόγο ότι θα ελέγχονταν από τους συγχρόνους τους.

Επιπλέον οι ευαγγελιστές έγραψαν με ειλικρίνεια και απλότητα. Αναφέρουν μάλιστα λεπτομέρειες και γεγονότα, που δείχνουν ότι δεν είχαν προσχεδιάσει τίποτα. Αν είχε πονηριά, δε θα έγραφε ο ευαγγελιστής Μάρκος για το νέο που, όταν συνέλαβαν το Χριστό οι στρατιώτες, συνέλαβαν και αυτόν οι νεαροί του αποσπάσματος και, καθώς ήταν τυλιγμένος μόνο μ’ ένα σεντόνι, το άφησε κι έφυγε γυμνός. Πιθανόν να ήταν ο ίδιος ο συγγραφέας σε νεαρή ηλικία. Επίσης δε θα έγραφαν σφάλματα και ελαττώματα των αποστόλων, όπως λ.χ. δειλία, φιλαρχία, δυσπιστία, φιλοχρηματία (περίπτωση Ιούδα), άρνηση (περίπτωση Πέτρου) κ.τ.λ.

Ο Λουκάς ήταν συνοδός και γιατρός του Παύλου (Κολ. 4,14) και γι’ αυτό γνωρίζει καλά τα γεγονότα των περιοδειών του Παύλου και τα περιγράφει στο βιβλίο του «Πράξεις των αποστόλων». Πιθανόν τους λόγους του αποστόλου Παύλου να τους υπαγόρευσε ο ίδιος ο απόστολος σ’ αυτόν, όπως υπαγόρευε τις επιστολές του στους γραμματείς του.

Από το βιβλίο «Νεανικές Αναζητήσεις – Α’ Τόμος: Ζητήματα πίστεως» (σελ. 80),Αρχ. Μαξίμου Παναγιώτου, Ιερά Μονή Παναγίας Παραμυθίας Ρόδου

«Ουκ ένι άρσεν και θήλυ» – Η θέση της γυναίκας στη ζωή της Εκκλησίας

0
0

Η θέση της γυναίκας στη ζωή της Εκκλησίας δεν ακολούθησε τη θέση της στην κοινωνία. Η γυναίκα στην πίστη μας τιμάται στο πρόσωπο της Παναγίας στην υψηλότερη θέση που μπορούσε να πάρει ο άνθρωπος, είναι το δώρο της ανθρωπότητας στο Θεό.

Αλλά και πλήθος γυναικών θαυμάζεται και τιμάται για την αγάπη και την πίστη στο Θεό και έχει λάβει περίοπτη θέση στο χριστιανικό εορτολόγιο και στην πνευματική ζωή. Είναι πρότυπα για την Εκκλησία και τα μέλη της.

Δεν είναι η εργασία, η μόρφωση, η ομορφιά και η εμφάνιση ή η ευφυΐα με την οποία ασχολείται η πίστη μας, όταν προβάλλει τις γυναίκες. Είναι η σχέση με το Θεό, την οποία αναπτύσσουν στη ζωή τους οι γυναίκες που τιμώνται από την Εκκλησία, το κριτήριο για την ανάδειξή τους. Το ίδιο συμβαίνει και με τους άνδρες αγίους. Δεν ασχολείται η Εκκλησία με τα χαρίσματα ή την καταγωγή ή την κοσμική τους πρόοδο. Καταγράφει όλα αυτά, αλλά προχωρεί στη σχέση με το Θεό που δίνει άλλο νόημα στη ζωή των ανθρώπων και τους αγιάζει.

Όλα αυτά ενώ η κοινωνία επεφύλαξε στο παρελθόν ένα ρόλο κλειστό και περιορισμένο για τις γυναίκες. Τις θεωρούσε ως τις φύλακες των σπιτιών και των οικογενειών, ως αυτές που είχαν την ευθύνη για την ανατροφή των παιδιών, ως τα πρόσωπα εκείνα που έπρεπε να είναι πάντοτε υπό την σκιά των ανδρών. Γι’ αυτό και τα όποια δικαιώματα για τις γυναίκες άργησαν πολύ να δοθούν από τις ανθρώπινες κοινωνίες και σε κάποιους λαούς και κοινωνίες δεν έχουν δοθεί ακόμη.

Για την πίστη όμως υπάρχει ο περίφημος λόγος του αποστόλου Παύλου προς τους Γαλάτες: «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν και θήλυ. Πάντες γαρ υμείς εις εστέ εν Χριστώ Ιησού» (Γαλ. 3, 28). Η διαφοροποίηση των φύλων έχει να κάνει με το ρόλο, όχι με την αξία των προσώπων έναντι του Θεού. Η σωτηρία δεν είναι για τους άνδρες μόνο. Όπως κάθε διάκριση, είτε ανάμεσα στις εθνικότητες, είτε ανάμεσα στα θρησκεύματα, είτε στην κοινωνική και ταξική καταγωγή έχει καταργηθεί, έτσι και η διάκριση ανάμεσα στα φύλα δεν μπορεί να ισχύει στην Βασιλεία του Θεού. Ο άνθρωπος δεν γίνεται πολίτης της επειδή είναι άνδρας, Ιουδαίος, ελεύθερος, αλλά κατά τη πίστη του. Δεν είναι η εξουσία και η ισχύς τα κριτήρια της αποδοχής ενός ανθρώπου από το Θεό, αλλά η ιδιότητα του προσώπου, που είναι μοναδική και ανεπανάληπτη. Γιατί η γυναίκα είχε αυτή τη θέση στην κοινωνία, επειδή θεωρούνταν ανίσχυρη να επιβληθεί με τις δυνάμεις της στον ανδρικό εγωισμό και ανίκανη να διοικήσει την κοινωνία και να δώσει με το δικό της τρόπο και ήθος άλλο μήνυμα στη ζωή και τον κόσμο.

Η Εκκλησία δεν μπαίνει στη λογική της συζήτησης της ικανότητας της γυναίκας να εξουσιάσει ή να διοικήσει την κοινωνία και τη ζωή. Αποκαθιστά τη γυναίκα στο πρότερον κάλλος της σχέσης με το Θεό, από το οποίο και εκείνη και ο άνδρας εξέπεσαν εξαιτίας της αμαρτίας. Και ζητά τόσο από εκείνη όσο και από τον άνδρα να οικειωθούν την πίστη που τους οδηγεί στον αληθινό Θεό, στην μεταμόρφωση του κατ’ εικόνα τους στο καθ’ ομοίωσιν και να αναλάβουν το ρόλο που μπορούν, ανάλογα με το χάρισμά τους, στη ζωή της Εκκλησίας, στη ζωή της Βασιλείας του Θεού.

Γυναίκα και άνδρας λειτουργούν ως «εις» εν Χριστώ Ιησού. Και αυτό μπορεί να επιτευχθεί μέσα από την πίστη, την εν Αγίω Πνεύματι κοινωνία και την παράθεση της ζωής τόσο του άνδρα όσο και της γυναίκας στο Χριστό.

Η πίστη συνεπάγεται την εμπιστοσύνη στο Χριστό ως τον Σωτήρα και Λυτρωτή και ως Εκείνον που αγαπά τον άνθρωπο τόσο, ώστε να σαρκωθεί, να σταυρωθεί, να αναστηθεί και να οδηγήσει την ανθρώπινη φύση στο Θεό-Πατέρα. Η πίστη δεν είναι μαγική κατάσταση. Είναι δωρεά του Θεού, αλλά και απάντηση στις αναζητήσεις της ανθρώπινης ύπαρξης. Ταυτόχρονα, αποτελεί επιλογή του ανθρώπου, άνδρα και γυναίκας, κίνηση αποδοχής του Θεού ως Πατέρα και απόφαση χρήσης της ελευθερίας ως υπέρβασης του εγωισμού, της αμφιβολίας, της αυτο-θεοποίησης. Με άλλο τρόπο, εξαιτίας της διαφορετικότητας των φύλων, εκφράζει την απιστία στο Θεό και την προτεραιότητα του εαυτού ο άνδρας, με άλλον η γυναίκα. Και στα δύο φύλα όμως πρυτανεύει ο εγωισμός, φανερός ή κρυφός. Και ο εγωισμός μόνο με την ταπεινότητα της πίστης θεραπεύεται.

Η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος συνεπάγεται την άρνηση του ανθρώπου να προτάξει το ήθος της εξουσίας ως αυτοσκοπό στη ζωή του και να επιλέξει την οδό της διακονίας της αγάπης μέσα από την συνάντηση με τον άλλο. Ο άλλος ας θέλει να εξουσιάζει. Αυτός που έχει εν τη καρδία του το Άγιο Πνεύμα επιλέγει την αγάπη. Και η αγάπη εκφράζεται με την καλοσύνη, τον διάλογο, τη σιωπή, την υπομονή, την ταπεινότητα. Η αγάπη εκφράζεται με την θυσία της παραίτησης από τα δικαιώματα. Η αγάπη εκφράζεται με την ασφάλεια που ο ένας μπορεί να παρέχει στον άλλο. Και αυτοί οι τρόποι δεν έχουν να κάνουν με τα φύλα, αλλά είναι στοιχεία που όλοι οι άνθρωποι καλούνται να ζήσουν. Γιατί αποτελούν δωρεές της σχέσης με το Θεό εν Αγίω Πνεύματι στη ζωή της Εκκλησίας. Μέσα στην Εκκλησία άνδρας και γυναίκα, όπως και ολόκληρος ο κόσμος βρίσκουν την αληθινή καταξίωση, η οποία δεν μένει στον παρόντα χρόνο, αλλά προχωρεί στην αιωνιότητα.

Χρειάζεται όμως και μία τρίτη κατάσταση. Είναι η εναπόθεση, η παράθεση «πάσης της ζωής ημών Χριστώ τω Θεώ». Τα δύο φύλα δεν περιορίζονται στη σχέση αναμεταξύ τους, στην από κοινού πορεία και διακονία στην οικογένεια, στην εργασία, στη δημιουργία, στη ζωή της Εκκλησίας και του κόσμου, αλλά εμπιστεύονται τη ζωή και την πορεία τους στην προοπτική της σχέσης με το Χριστό. Εμπιστεύονται, αλλά και αφήνονται στην αγάπη του Θεού. Δεν κάνουν ό,τι κάνουν για να πετύχουν κατά κόσμον, αλλά για να υπακούσουν στο θέλημα του Θεού και ταυτόχρονα να μπορούν να χαρούν τη ζωή της Βασιλείας των ουρανών. Δεν είναι οι ανθρώπινοι νόμοι, τα αστικά και άλλα δικαιώματα, τα όποια καθήκοντα του ενός έναντι του άλλου που δίνουν πλαίσια και περιγράφουν τον τρόπο της ζωής, αλλά η γνώση και η βίωση της κοινωνίας με το Χριστό και το άφημα του εαυτού και της ζωής και των δυσκολιών, της οδύνης και του κόπου σ’ Αυτόν. Και όταν χρειαστεί, ακόμη και η συγγένεια, ακόμη και τα χαρίσματα ή οι ικανότητες μπορούν να τεθούν στο περιθώριο, γιατί προηγείται η αγάπη προς το Χριστό. Και αυτός ο δρόμος μπορεί να οδηγήσει στο μαρτύριο, αλλά και στην αληθινή δόξα της κοινωνίας με το Θεό.

Γι’ αυτό και η Εκκλησία όταν τιμά τη μνήμη κάποιας ξεχωριστής γυναίκας-Αγίας θυμίζει στους πιστούς αυτή την ενότητα που υπάρχει στη ζωή της πίστης. Θυμίζει την πίστη στο Χριστό που επέδειξε η γυναίκα, την κοινωνία με το Θεό και τον συνάνθρωπο στη ζωή της Εκκλησίας, αλλά και την παράθεση της ζωής της στο Χριστό που την οδηγεί στο μαρτύριο είτε του αίματος είτε της συνειδήσεως.

Και, παράλληλα, υπενθυμίζει ότι και ο Χριστός εκ γυναικός γεννήθηκε, για να μη μένει καμία αμφιβολία ότι δεν είναι η ισχύς και η εξουσία που δίνουν κατά Θεόν νόημα στη ζωή, αλλά η σχέση με τον Θεάνθρωπο. Για να αποτελεί τελικά η τιμώμενη γυναίκα πρότυπο, όχι μόνο για τις άλλες γυναίκες, αλλά και για τους άνδρες, για όλα τα μέλη του σώματος του Χριστού. Για να μπορούμε όλοι, ζώντας την ενότητα της πίστεως, την κοινωνία του Αγίου Πνεύματος και την παράθεση της ζωής μας Χριστώ τω Θεώ, να βιώνουμε τη χαρά της Βασιλείας, ακόμη κι αν ο κόσμος μας βλέπει τα πράγματα αλλιώς, κατά το εγωκεντρικό του, κατά το εξουσιαστικό του, κατά το αυτορυθμιστικό του θέλημα. Η αποτυχία αυτού του θελήματος και ο θάνατος που φέρνει μας καλούν να δούμε τον άλλο δρόμο και να επιλέξουμε.

Ο Συμβολισμός της Αποκαλύψεως

0
0

Του Αειμνήστου Στεργίου Ν. Σάκκου

Σ” ὅλα τὰ βιβλία τῆς ἁγίας Γραφῆς, κατὰ κύριο δὲ λόγο στὰ προφητικά, ἀπαντοῦν συμβολικὲς ἐκφράσεις, οἱ ὁποῖες χαρακτηρίζουν ἐπίσης καὶ τὰ Ἀποκαλυπτικὰ κείμενα. Ἡ ἀφθονία συμβολικῶν ἐκφράσεων στὰ προφητικὰ βιβλία ὀφείλεται στὸ γεγονὸς ὅτι οἱ Προφῆτες συχνὰ λαμβάνουν ἀπὸ τὸν Θεὸ προφητεῖες μὲ τὴ μορφὴ συμβολικῶν παραστάσεων καὶ μερικὲς φορὲς καταφεύγουν

οἱ ἴδιοι στὴ χρῆσι συμβόλων, διότι δὲν μποροῦν νὰ ἐκφράσουν τὰ ὁράματά τους μὲ τὴ γλῶσσα τῆς ἐποχῆς τους. Εὔλογα, λοιπόν, στὴν Ἀποκάλυψι τοῦ Ἰωάννου, ἕνα σαφῶς προφητικὸ βιβλίο, κυριαρχεῖ ἡ συμβολικὴ χρῆσι ἐκφράσεων, προσώπων, χρωμάτων, ἀριθμῶν καὶ παραστάσεων.

Ὁ Ἰωάννης, μάλιστα, καθὼς καὶ οἱ πρῶτοι παραλῆπτες τῆς Ἀποκαλύψεως, «αἱ ἑπτὰ Ἐκκλησίαι αἱ ἐν τῇ Ἀσίᾳ» (Ἀπ. 1, 4), ἦσαν ἐξοικειωμένοι μὲ τὴ χρῆσι συμβόλων. Αὐτὸ μαρτυροῦν νομίσματα καὶ ἄλλα εὑρήματα τῆς περιοχῆς, ποὺ φέρουν συμβολικὲς παραστάσεις. Τὴν ἀσιατικὴ αὐτὴ συνήθεια, ποὺ εἶχε ἐπιδράσει βαθιὰ καὶ στοὺς ἀσιάτες Χριστιανούς, χρησιμοποιεῖ ὁ Θεὸς γιὰ νὰ δείξῃ «τοῖς δούλοις αὐτοῦ ὃ δεῖ γενέσθαι ἐν τάχει» (Ἀπ. 1, 1). Στὴν πραγματικότητα, ἡ πρωτοβουλία στὴν χρῆσι συμβόλων ἀνήκει στὸν Θεό, ὁ ὁποῖος κατὰ τὴν ἐκδίωξι τῶν πρωτοπλάστων ἀπὸ τὸν παράδεισο διατύπωσε τὸ λεγόμενο πρωτευαγγέλιο μὲ συμβολικὲς ἐκφράσεις «αὐτός σου τηρήσει κεφαλήν, καὶ σὺ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν» (Γέν. 3, 15).

Μὲ τὸ συμβολισμὸ τῆς Ἀποκαλύψεως οἱ Ἐκκλησίες τῆς Ἀσίας ἐφοδιάζονται μὲ ἕνα ἀντίβαρο ἐνάντια στὴν ἄφθονη χρῆσι συμβόλων ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες. Καὶ δὲν πρόκειται ἁπλῶς γιὰ ἀντίβαρο. Σύμβολα συνηθισμένα στὸν εἰδωλολατρικὸ κόσμο ἀποκτοῦν στὴν Ἀποκάλυψι ἀντίκρυσμα μὲ ὑψηλό, θεϊκὸ ἢ ἔστω βαρυσήμαντο νόημα.

Ὁ συμβολισμὸς ἐπιτελεῖ στὴν Ἀποκάλυψι τριπλὴ λειτουργία :
1. Καλύπτει ἐν μέρει τὸν προφητικὸ λόγο ἀπὸ τὰ μάτια τῶν Ρωμαίων, τῶν εἰδωλολατρῶν κατακτητῶν, καὶ προστατεύει τὸν Ἰωάννη καὶ τοὺς πιστοὺς ἀπὸ τὴν ὀργή τους.

2. Λειτουργεῖ παρόμοια μὲ τὶς παραβολὲς ποὺ χρησιμοποιοῦσαν οἱ Προφῆτες καὶ ὁ Κύριος. Ἀφήνει ἀδιάφορους τοὺς χλιαροὺς ἢ ψυχροὺς στὴν πίστι καὶ ἀφυπνίζει τὸ ἐκλεκτὸ κατάλοιπο τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, ὥστε νὰ ἐντείνῃ τὸ ἐνδιαφέρον του γιὰ τὴν κατανόησι τοῦ θείου λόγου καὶ τὴν ὑπακοὴ σ᾽ αὐτόν.

3. Ἀναδεικνύει τὴν διαχρονικότητα τοῦ συμβολιζομένου, καθ᾽ ὅσον δὲν τὸ περιορίζει σὲ μία καὶ μόνη περίπτωσι μιᾶς συγκεκριμένης ἐποχῆς. Ἔτσι, ὑπὸ τὸν ὅρο «Βαβυλών», π.χ., ἐννοεῖται ὄχι μόνον ἡ ἀντίχριστη ρωμαϊκὴ αὐτοκρατορία, ἀλλὰ καὶ κάθε κοσμικὴ ἐξουσία ποὺ στρέφεται κατὰ τῆς Ἐκκλησίας, κάθε πνευματικὴ ἢ πολιτικὴ δύναμι ποὺ γίνεται ὄργανο τοῦ σατανᾶ, γιὰ νὰ βλάψῃ τὴν πίστι τῶν Χριστιανῶν.

Τὰ ποικίλα γεγονότα τὰ ὁποῖα πρόκειται νὰ ἐξαγγείλῃ ὁ Ἰωάννης καὶ τὰ πνευματικὰ νοήματα ποὺ ὀφείλει νὰ μεταφέρῃ στοὺς πιστούς, ἀσφαλῶς τοῦ τὰ Ἀποκαλύπτει ὁ Θεὸς κάτω ἀπὸ εἰκόνες καὶ παραστάσεις ποὺ ἀνήκουν στὸν κύκλο τῶν γνώσεων καὶ ἐμπειριῶν τοῦ εὐαγγελιστοῦ. Καὶ ὁ Ἰωάννης περιγράφει ὅ,τι ἀκριβῶς βλέπει. Οἱ παραστάσεις τῆς Ἀποκαλύψεως θυμίζουν εἰκόνες ἀπ᾽ ὅλους τοὺς τομεῖς τῆς φύσης καί τῆς ζωῆς. Ζωικὸ καὶ φυτικὸ βασίλειο, γεωργικὴ καὶ ἐμπορικὴ ζωή, θάλασσα, οὐρανός, φυσικὰ φαινόμενα, πολύτιμοι λίθοι, ἀλλὰ καὶ ἡ ἀνθρώπινη ζωή, μὲ τὴ μητέρα καὶ τὸ παιδί, τὴν παρθένο νύμφη, τὴν πόρνη, τὸν πόλεμο, τὴν εἰρήνη, τὰ μεταφορικὰ μέσα, προσφέρουν μία ἀφθονία εἰκόνων μὲ τὶς ὁποῖες ἐκφράζονται οἱ ἀλήθειες τοῦ θεοπνεύστου αὐτοῦ βιβλίου.

Ὁπωσδήποτε, παρόμοιες εἰκόνες συναντῶνται ἐπίσης σὲ διάφορα κείμενα τῆς ἰουδαϊκῆς καὶ θύραθεν γραμματείας. Τὸ γεγονὸς αὐτὸ δὲν πρέπει νὰ μᾶς παραπλάνησῃ καὶ νὰ μᾶς ὁδηγήσῃ στὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ Ἰωάννης χρησιμοποίησε διάφορες πηγὲς γιὰ τὴν καταγραφὴ τῶν ὁράσεών του. Μοναδική του πηγὴ εἶναι ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος τοῦ ἔδειξε τὶς ὀπτασίες. Βεβαίως, ὅπως προανέφερα, ὁ Θεὸς πρόσφερε στὸν Ἰωάννη τὶς Ἀποκαλύψεις μὲ συμβολικὲς εἰκόνες, τὶς ὁποῖες ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον γνώριζε ὁ προφήτης ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν φυσικὴ ζωή, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὴν ἁγία Γραφὴ.

Αὐθαίρετους καὶ ἀβάσιμους θεωρῶ τοὺς ἰσχυρισμοὺς ὅτι κάποιες εἰκόνες ἀντλεῖ ἡ Ἀποκάλυψι ἀπὸ τὴ θεματικὴ τῆς Ἀποκαλυπτικῆς. Τὸ γεγονὸς ὅτι ὑπάρχουν κάποια στοιχεῖα κοινὰ στὴν Ἀποκάλυψι καὶ στὶς ἰουδαϊκὲς ἢ χριστιανικὲς Ἀποκαλύψεις, δὲν ἀποτελεῖ ἀπόδειξι ὅτι ἡ πρώτη τὰ δανείστηκε ἀπὸ τὶς ἄλλες. Ἄλλωστε οἱ διάφορες Ἀποκαλύψεις εἶναι ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον μεταγενέστερες τῆς Ἀποκαλύψεως. Ἐπίσης ἀστήρικτες εἶναι οἱ ἀπόψεις ὅτι ἡ Ἀποκάλυψι περιέχει ἐπιδράσεις ἀπὸ εἰδωλολατρικὲς θρησκεῖες, μάλιστα δὲ καὶ ἴχνη συγκρητισμοῦ. Ὁπωσδήποτε ἀπὸ αὐτὲς τὶς εἰκασίες ἀπουσιάζει ἡ κατανόησι τοῦ πνεύματος τοῦ ἱεροῦ βιβλίου, τοῦ χριστιανικοῦ χαρακτῆρος του, ποὺ δὲν συμβιβάζεται μὲ ὁτιδήποτε εἰδωλολατρικό. Ἀρκεῖ μία ἀνάγνωσι τῆς Ἀποκαλύψεως γιὰ νὰ ἀντιληφθῇ ὁ καλοπροαίρετος ἀναγνώστης τὴν ἀποστροφὴ τοῦ Κυρίου πρὸς τὴν εἰδωλολατρία καὶ τὴν τελεσίδικη καταδίκη τῶν εἰδωλολατρῶν (βλ. Απ. 21, 8. 22, 15). Ὁ Ἰωάννης, ὁ ὁποῖος εἶδε, ἄκουσε καὶ κατέγραψε ὅλα αὐτὰ καὶ μὲ τὴν ἀγωνία τοῦ πνευματικοῦ ποιμένος παραγγέλλει στοὺς πιστοὺς «Τεκνία, φυλάξατε ἑαυτοὺς ἀπὸ τῶν εἰδώλων» (Α’ Ἰωάνν. 5, 21), πῶς θὰ κατέφευγε σὲ εἰδωλολατρικὰ δάνεια ;

Εἶναι ἀξιοσημείωτο ὅτι καὶ ἐκεῖνοι ποὺ ἰσχυρίζονται ὅτι ὁ Ἰωάννης ἐπηρεάζεται ἀπὸ ξένες πηγὲς παραδέχονται ὅτι ὁ συγγραφέας τῆς Ἀποκαλύψεως κινεῖται μὲ πλήρη ἀνεξαρτησία καὶ πρωτοτυπία, ἀφοῦ μάλιστα πολλὲς ἀπὸ τὶς εἰκόνες τοῦ βιβλίου δὲν συναντῶνται οὔτε στὴν Παλαιὰ Διαθήκη οὔτε σὲ ἄλλα κείμενα.

Τὰ ἰδιάζοντα χαρακτηριστικὰ τοῦ συμβολισμοῦ τῆς Ἀποκαλύψεως εἶναι :

1. Ἐλευθερία στὴ χρῆσι τῶν συμβόλων καὶ τῶν εἰκόνων. Δὲν χρησιμοποιεῖται τὸ ἴδιο συμβολικὸ λεξιλόγιο στὰ διάφορα τμήματα τοῦ βιβλίου, ἀλλὰ οὔτε καὶ στὴ ροὴ τοῦ ἴδιου δράματος. Ἡ προσεκτικὴ ὅμως μελέτη Ἀποκαλύπτει στὸν ἀναγνώστη ὅτι καὶ τὰ ὁράματα ποὺ φαίνονται ἄσχετα καὶ ἀσύνδετα μεταξύ τους περιέχονται στὸ ἴδιο πλαίσιο. Αὐτὸ καθορίζεται ἀπὸ ὁρισμένα σύμβολα, ὅπως εἶναι τὸ ἀρνίο, ὁ δράκοντας, τὰ δυὸ θηρία, ἡ Βαβυλῶνα.

2. Συγγένεια ἢ καὶ ταύτισι διαφορετικῶν συμβόλων. Τὸ ἴδιο πρόσωπο ἢ γεγονὸς μπορεῖ νὰ συμβολίζεται μὲ διαφορετικὰ σύμβολα. Ὁ Ἰησοῦς Χριστὸς π.χ. συμβολίζεται μὲ παραστάσεις ποὺ φαίνονται ἀπόλυτα ἀνεξάρτητες καὶ ἄσχετες μεταξύ τους: ὡς ὁ Υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου (Ἀπ. 1,13), ὡς ὁ λέων ὁ ἐκ τῆς φυλῆς Ἰούδα (5, 5), ὡς τὸ ἀρνίο (5, 6), ὡς ὁ ἱππέας τοῦ λευκοῦ ἵππου (6, 2).

3. Σύμβολα δυνάμεως καὶ νίκης μετασχηματίζονται σὲ εἰκόνες πόνου ἢ ἀδυναμίας. Ἔτσι, ἐνῷ ὁ Ἰωάννης ἀκούει ὅτι «ἐνίκησεν ὁ λέων ὁ ἐκ τῆς φυλῆς τοῦ Ἰούδα» (5, 5), βλέπει «Ἀρνίον ἑστηκὸς ὡς ἐσφαγμένον» (5, 6).

4. Πολλὲς ἀπὸ τὶς περιγραφὲς τοῦ βιβλίου δὲν εἶναι δυνατὸν νὰ ἀπεικονισθοῦν, οὔτε κὰν νὰ συλληφθοῦν ἀπὸ τὴν ἀνθρώπινη φαντασία, καθόσον τὰ συμβολιζόμενα βρίσκονται ἔξω ἀπὸ τὸν κύκλο τῆς ἀνθρώπινης γνώσης καὶ ἐμπειρίας.

Σὲ ἀρκετὲς περιπτώσεις ἡ ἑρμηνεία τῶν συμβόλων τῆς Ἀποκαλύψεως ἀναφέρεται ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Ἰωάννη πλήρως ἢ ἐν μέρει. Παραμένουν ὅμως κάποιες συμβολικὲς μορφές, ὡς πρὸς τὶς ὁποῖες ὑπάρχει ποικιλία ἑρμηνειῶν ἀκόμα καὶ μεταξὺ τῶν ἑρμηνευτῶν ποὺ ἀκολουθοῦν τὴν ἴδια γενικὴ ἑρμηνευτικὴ μέθοδο. Μποροῦμε νὰ διατυπώσουμε τὶς ἀκόλουθες ἀρχὲς ἑρμηνείας τῶν συμβόλων τῆς Ἀποκαλύψεως :

1. Χρειάζεται κατ” ἀρχὴν ἡ γνῶσι τῶν χαρακτηριστικῶν τοῦ συμβολισμοῦ τῆς Ἀποκαλύψεως.

2. Ὅπου τὸ ἴδιο τὸ κείμενο δὲν δίνει καμία ἑρμηνεία, οἱ παραστάσεις ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον πρέπει νὰ ἐκληφθοῦν μὲ συμβολικὴ σημασία, «ἀλληγορικῶς», ὄχι ὅμως κατὰ τὴν αὐθαιρεσία τῆς ἀλληγορικῆς ἑρμηνείας.

3. Μερικὲς ἀπὸ τὶς εἰκόνες τῆς Ἀποκαλύψεως δὲν πρέπει νὰ ἑρμηνευθοῦν ὡς συμβολικές. Χρησιμεύουν ἁπλῶς γιὰ νὰ προσθέσουν ζωηρότητα καὶ κίνηση στὴ συνάφεια.

4. Διαδοχικὰ μέλη μιᾶς σειρᾶς ὁραμάτων δὲν ὑπονοοῦν ἀναγκαστικὰ μία χρονολογικὴ συνέχεια.

5. Οἱ ἀριθμοὶ τρία, τέσσερα, ἕξι, ἑπτά, δώδεκα κ.ἄ. ἔχουν ἰδιάζουσα σημασία, ἡ ὁποία, μάλιστα, δὲν εἶναι μονοσήμαντη. Στὸν ἀριθμὸ τοῦ θηρίου 666, τὸ 6, ὡς ὑπολειπόμενο τοῦ 7, θεωρεῖται σύμβολο τῆς ἐλλείψεως καὶ τοῦ κακοῦ, ἀλλὰ ἐν τούτοις τὰ «ζῷα» γύρω ἀπὸ τὸν θρόνο εἶναι ἑξαπτέρυγα (Ἀπ. 4, 8), σύμβολο ποὺ ἐκφράζει τὴν πλήρη καὶ τέλεια κίνησί τους σὲ κάθε κατεύθυνσι.

6. Ὁ ἑρμηνευτὴς δὲν πρέπει νὰ παρασύρεται ἀπὸ τὰ δεδομένα καὶ τὶς ἀντιλήψεις τῆς δικῆς του ἐποχῆς, γιὰ νὰ ἑρμηνεύσῃ τὶς συμβολικὲς παραστάσεις τῆς Ἀποκαλύψεως.

7. Τὰ σύμβολα τῆς Ἀποκαλύψεως εἶναι τύποι, οἱ ὁποῖοι βρίσκουν ἐφαρμογὴ ὄχι μόνο στὴν πρώτη πραγματικότητα, τὴν ὁποία ἀρχικὰ συμβολίζουν, ἄλλα ἐπὶ πλέον σὲ διάφορα γεγονότα καὶ πρόσωπα ἀνὰ τοὺς αἰῶνες. Ἡ ἑρμηνεία τους, λοιπόν, δὲν ἐξαντλεῖται σὲ συγκεκριμένα ἱστορικὰ γεγονότα ἢ πρόσωπα.

Σ᾽ ὅλα τὰ παραπάνω πρέπει νὰ προστεθῇ ὅτι ἕνα μεγάλο μέρος τῆς ἑρμηνείας ἐπαφίεται στὴν «ἑρμηνευτικὴ διακριτικότητα τοῦ ἑρμηνευτοῦ», διακριτικότητα βεβαίως «ἐν Πνεύματι», καθ᾽ ὅσον τὸ ἑρμηνευόμενο εἶναι «τί τὸ Πνεῦμα λέγει». Ὅσο μποροῦμε νὰ ἐντοπίσουμε τὴν ψυχὴ ἀνατέμνοντας τὸ ἀνθρώπινο σῶμα, τόσο μποροῦμε νὰ βροῦμε τὴν σωστὴ ἑρμηνεία τῆς Ἀποκαλύψεως προσεγγίζοντάς την ἄνευ Πνεύματος.

ΠΗΓΗ : ΘΕΟΛΟΓΙΑ, 2007, τευχ. 2, σσ. 531-544.

Γιατί η αστρολογία είναι σήμερα σε αυτήν την έξαρση , καθ “ ην στιγμήν η επιστήμη είναι στο απόγειό της;

0
0

Μ.Μ: Γιατί η αστρολογία είναι σήμερα σε αυτήν την έξαρση , καθ “  ην στιγμήν η επιστήμη είναι στο απόγειό της;

π.Ι : Αυτό είναι η περιεργότατη ειρωνεία του θέματος. Αυτό συμβαίνει επειδή δεν λύνονται όλα τα προβλήματα με την ψυχρή επιστήμη , ούτε με τα μαθηματικά,

ούτε με τη φυσική , ούτε με τη χημεία , ούτε με τη μηχανική, ούτε με τίποτε από όλα αυτά. Δεν λύνονται έτσι οι υποθέσεις της ζωής! Η ψυχή του ανθρώπου είναι πλασμένη – όπως έλεγε ο  Τερτυλλιανός-  « εκ φύσεως χριστιανή »  . Και πρέπει ως χριστιανή ψυχή , να τρέφεται με τον πραγματικό λόγο του Θεού. Όταν δεν τρέφουμε την ψυχή μας με τον πραγματικό λόγο του θεού , θα την τρέφουμε με τα ξυλοκέρατα της αμαρτίας, της αθεΐας, της αρνήσεως. Όπως έκανε ο άσωτος της παραβολής.
 Επειδή ο σύγχρονος άνθρωπος γκρέμισε από το βάθρο της ψυχής του τον αληθινό Θεό, την πίστη στον αληθινό Θεό, το Δημιουργό του και Λυτρωτή του κόσμου, και δεν μπορεί να βάλει το μηδέν στη θέση Του  – όποιος λέει ότι βάζει το  μηδέν ψεύδεται. Δεν υπάρχει άνθρωπος πραγματικά μηδενιστής και πραγματικά άθεος – , βάζει μια άλλη θεότητα, είτε πολιτική λέγεται αυτή, είτε θέατρο λέγεται, είτε κινηματογράφος, είτε αθλητισμός… Οτιδήποτε άλλο βάζει στη θέση του Θεού και πάνω από τον Θεό. Αυτοί οι άνθρωποι, εφόσον έδιωξαν από τη ζωή τους τον πραγματικό Θεό, έβαλαν στη θέση του τα άστρα! Το κτίσμα, δηλαδή το φθαρτό και πεπερασμένο, στη θέση του Αφθάρτου και Απείρου Θεού. Και έτσι δεν καθορίζει πλέον τη ζωή τους ο Θεός, αλλά τα άστρα. Εκεί κατήντησαν! Ενώ τα άστρα δεν μπορούν να επηρεάσουν καθόλου την ανθρώπινη θέληση , την οποία ο Ίδιος ο Κύριος θέλησε να είναι ελεύθερη ακόμη και απέναντι στον Ίδιο ! …
… Για το θέμα της αστρολογίας έχω να προσθέσω και το εξής: ότι ο άνθρωπος είναι ελεύθερος , αποδεικνύεται από το μεγάλο αγώνα που γίνεται στην ψυχή κάθε ανθρώπου , όταν έχει να πάρει κάποια απόφαση. Αν ήμασταν αυστηρώς καθορισμένοι , αν εξηρτάτο δηλαδή η θέλησή μας από τα άστρα, δεν θα είχαμε αυτή τη φοβερή διελκυστίνδα κατά τη λήψη αποφάσεων, ούτε τύψεις συνειδήσεως όταν πράττουμε κάτι κακό , κάτι το αμαρτωλό, ούτε επαίνους από τη συνείδησή μας ,όταν πράττουμε κάτι καλό. Το ρομπότ δεν δέχεται ούτε επαίνους, ούτε ψόγους. Το ότι ο άνθρωπος αισθάνεται μέσα του και τον έπαινο και τον ψόγο, είναι απόδειξη ότι είναι ελεύθερος. Και ακριβώς ως ελεύθερο τον αντιμετώπισε ο Θεός και έθεσε μπροστά του τις « τιμωρίες » της κολάσεως και τις « αμοιβές » του παραδείσου…  ]
βιβλίο «ΠΙΣΤΗ ΚΑΙ ΛΟΓΙΚΗ », εκδόσεις Τραυλός Ο ΑΡΧΙΜΑΝΔΡΙΤΗΣ ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΩΣΤΩΦ ΑΠΑΝΤΑ ΣΤΙΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΜΑΝΩΛΗ ΜΕΛΙΝΟΥ

Ἡ διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας περί τοῦ Διαβόλου

0
0

πατρός Αγαθαγγέλου Κ. Χαραμαντίδη

Κατά την βιβλιοπατερική παράδοση ο διάβολος δεν είναι προσωποποίηση των παθών, αλλά πρόσωπο που δημιουργήθηκε από το Θεό ως άγγελος και όταν έχασε την κοινωνία μαζί του έγινε σκοτεινό πνεύμα, διάβολος. Ο διάβολος, ως πρόσωπο, έχει αυτεξούσιο, δηλ. ελευθερία, την οποία δεν παραβιάζει, ούτε καταργεί ο Θεός.

Το μυστήριο της ανομίας ενεργείται στην ιστορία, ο διάβολος εξακολουθεί να γεννά το κακό και να κάνει το καταστροφικό του έργο από τη στιγμή που εμφανίσθηκε η Εκκλησία. Η βιβλική και πατερική παράδοση, έξω από κάθε θεωρητική και ηθική θεώρηση του καλού και του κακού, μιλά για τον πονηρό αντίπαλο του Θεού και τον εχθρό του ανθρώπου. Είναι ο διάβολος στον οποίο υπάρχει μόνο η άρνηση και ο οποίος καταστρέφει και νεκρώνει τα πάντα, γιατί είναι πνεύμα νεκρότητας κατ” αποβολήν της όντως ζωής.
Συνεπώς ο διάβολος είναι μια συγκεκριμένη οντότητα, μια συγκεκριμένη ύπαρξη.
Εισέρχεται με την ύβρη, την οίηση και την πλάνη στην ιστορία, ως θεοκτόνος και ανθρωποκτόνος, σαν η απάτη και το ψέμα του μηδενός, σαν το παράσιτο που παρωδεί και περιπαίζει τη δημιουργία και τον άνθρωπο. Η αμαρτία, τα πάθη, ο θάνατος είναι το κακό που εκείνος γεννά με τη διαστροφή και το μίσος του και πάνω στο οποίο ασκεί την εξουσία και κυριαρχία του. Το κακό δεν είναι άθροισμα ανθρωπίνων πράξεων, αλλά μία ενεργός πρόκληση που έχει τη ρίζα της στη δαιμονική αρχή, σε μία αρχή δηλαδή έξω από τον άνθρωπο και τη φύση του και που η ανθρώπινη ελευθερία μπορεί να δέχεται ή να αρνείται.
Ο διάβολος προήλθε από τη βούληση και ενέργεια του Θεού. 
Οι δαίμονες δεν δημιουργήθηκαν δαίμονες από το Θεό εξ αρχής, γιατί ο Θεός δεν δημιούργησε το κακό, αφού τα πάντα εποίησε καλά λίαν. Εδημιουργήθηκαν άκακοι κατά την ουσία και τη φύση τους, ελεύθεροι, ανεξάρτητοι και αυτεξούσιοι κατά τη θέληση και επιθυμία τους, όπως ακριβώς συνέβη με τους αγγέλους. Μετά δε την οικειοθελή πτώση τους από την αλαζονεία τους τα λεπτά, αερώδη και άχραντα σώματά τους μετεβλήθησαν σε ζοφώδη και άμαυρα, ένυλα και εμπαθή.
Επειδή κατά τη δημιουργία τους οι δαίμονες συνέστησαν ολόκληρο τάγμα θεωρείται ότι είναι πολυάριθμοι και διακρίνονται σε ομάδες και τάξεις. 
Το πλήθος των δαιμόνων και η διάκρισή τους σε ομάδες και διαβαθμίσεις στηρίζεται στην πολυωνυμία και στο έργο τους. Όντες λοιπόν οι δαίμονες πολυάριθμοι και ποικιλώνυμοι αγωνίζονται αδιάλειπτα για την ματαίωση του απολυτρωτικού έργου του Χριστού. Μη δυνάμενοι να βλάψουν αμέσως το Θεό, στρέφονται προς τους ανθρώπους και τους πολεμούν με την δαιμονώδη σοφία τους, θολώνουν τις βουλές μας, μας πειράζουν δημιουργώντας πειρασμούς, κάνουν τα πάντα για να πληγώσουν τον άνθρωπο, ενεργούν δια των παθών, μας πολεμούν με τις θλίψεις, φέρουν εμπόδια στην προσευχή.
Μετέρχεται τόσους τρόπους ώστε εάν ο Θεός είναι ο Ων, ο διάβολος μπορεί να χαρακτηρισθεί ως ο μετασχηματιζόμενος.
Ο πειρασμός και ο πόλεμος του διαβόλου δεν είναι ποτέ πάνω από τις δυνάμεις των ανθρώπων, δε βιάζει το αυτεξούσιο και δεν θίγει το φυσικό λογισμό του, που ο Θεός έδωσε να κρατά με τη διάθεση και ελευθερία του. Η δύναμη του διαβόλου δεν είναι αναγκαστική, αλλά εξαρτάται πάντοτε από την ελευθερία μας. Το να υποκύψουμε στους πειρασμούς είναι υπόθεση ιδική μας. Ή το να κάνει κράτος και να ασκεί εξουσία ο Σατανάς, αυτό συνδέεται με την ενεργό απόφαση του ανθρώπου, που διαστρέφοντας την ελευθερία του, λέει όχι στο Θεό και ναι στο διάβολο. Οι Πατέρες της Εκκλησίας υπογραμμίζουν πως ο άνθρωπος δεν μένει ποτέ μόνος. Αν αποδημήσει από τη Χάρη του Θεού, γίνεται ευάλωτος σατανικών επιδράσεων. Αν τα μέλη του ανθρώπου δεν τα χειρίζεται ο Χριστός ως άρματα, λέγει ο άγ. Συμεών ο Ν. Θεολόγος, τα χειρίζεται ο διάβολος, με την συγκατάθεση και τη συνεργασία του ανθρώπου.
Ο πιστός καλείται να είναι ο άνθρωπος της νήψεως και της προσευχής, γιατί ο σατανάς δε θα πάψει να διακωμωδεί και να περιπαίζει, να μεταμορφώνεται και να απατά, να διαφθείρει και να διαστρέφει το Ευαγγέλιο του Θεού και την ελευθερία του Σταυρού του Χριστού με το να υπόσχεται άνεση και ευτυχία. Και υπάρχει ο κίνδυνος να φθάσουμε στον πλήρη εξευτελισμό με την παράδοσή μας στους δαιμονικούς πειρασμούς, όπως σήμερα τους συναντούμε στις «Εκκλησίες» και τη λατρεία του Σατανά.
Αν ο διάβολος έχει τη δυνατότητα να μεταμορφώνεται σε άγγελον φωτός, τότε κατανοούμε πόσο μπορεί και σήμερα να πειράζει και να εξευτελίζει τον άνθρωπο με τα πιο αθώα, ευτυχή και χρήσιμα πράγματα. Καταφέρνοντας να μας στήνει την πιο έξυπνη παγίδα: το φαινομενικό θρίαμβο της ανθρώπινης ανεξαρτησίας.
Λέγουν πολλοί: δεν υπάρχει ούτε Θεός, ούτε διάβολος.Αλλά η άρνηση των δαιμόνων ισοδυναμεί με την απόρριψη της Θείας Οικονομίας της Αγίας Τριάδος. Ο Χριστός εξευτέλισε και απογύμνωσε τις δαιμονικές αρχές. Αλλά και η άρνηση της υπάρξεως του διαβόλου διευκολύνει όσο τίποτε το έργο του. Θα πρέπει να είμαστε έτοιμοι για να γίνουμε θεατές των πιο καταπληκτικών σημείων και τεράτων του διαβόλου, με τα οποία ζητά να θρέψει το σύγχρονο άνθρωπο· με το να κάνει τις πέτρες ψωμί. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να αντιμετωπίσουμε μια εποχή μυστικών πλανών και ανθρωποκτόνων, που θα σημάνουν το νέο σκοτάδι της γης από την έκτη ως την ενάτη ώρα, μέσα στο οποίο θα εξαντλείται ο άνθρωπος και θα κενώνονται τα έργα του.
Η σατανιστική Βίβλος διακηρύσσει: «Δώσε χτύπημα για χτύπημα, περιφρόνηση στην περιφρόνηση, χαμό για χαμό με πρόσθετο τόκο σε τετραπλάσια, εκατονταπλάσια ισχύ». «Εξουδετέρωσε κάθε συναίσθημα, όλα τα ταμπού και όλες τις αναστολές. Θανάτωσε όλους εκείνους που προσπαθούν να σου αφαιρέσουν αυτό το δικαίωμα».
Η παντοδυναμία του Θεού, σύμφωνα με τη βούλησή του, δεν καταργεί την ελευθερία των λογικών όντων.Έτσι αφήνει τον διάβολο να εργάζεται το κακό, επειδή είναι πρόσωπο. Όμως περιορίζει το καταστρεπτικό του έργο με την αγάπη και τη φιλανθρωπία. Όταν ο άνθρωπος μετανοεί τον συγχωρεί και κατ” αυτό τον τρόπο περιορίζει το βασίλειο του πονηρού, η τελική όμως κατάργηση του κράτους του διαβόλου θα γίνει κατά την Δευτέρα Παρουσία.
Το έργο του διαβόλου είναι καταστρεπτικό. Μισεί υπερβολικά τον άνθρωπο και όλη τη δημιουργία. Διακατέχεται από υπερβολική θανατηφόρο μισανθρωπία. Εμπνέει σκέψεις εναντίον του Θεού και του συνανθρώπου, επηρεάζει την βούληση του ανθρώπου, ενεργεί στη φύση οντολογικά. Οι Πατέρες λένε ότι επειδή οι άνθρωποι δεν μπορούσαν να καταλάβουν την ύπαρξη και μανία του διαβόλου, που εκδηλώνεται με τις προσβολές εναντίον της ψυχής, γι” αυτό ο Θεός παραχωρεί να εισέρχεται και στο σώμα, ώστε όλοι να εννοήσουμε τη μανία του.
Ο σατανάς κατόρθωσε με απάτη και δόλο να υποδουλώσει στα πάθη και την αμαρτία τον άνθρωπο.Η αιτία που τον οδήγησε στην πράξη αυτή ήταν ο φθόνος. Εφθόνησε ο διάβολος τον Αδάμ, γιατί τον έβλεπε να διαμένει στο χώρο της ακέραιας και αναφαίρετης απολαύσεως, τον Παράδεισο, από όπου εκείνος δίκαια απομακρύνθηκε.
Αυτή η προσβολή και η προσπάθεια του διαβόλου, να παρασύρει τον άνθρωπο στα πάθη, μπορεί πολλές φορές, να γίνεται σταδιακά. Ο άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς λέει ότι ο Σατανάς δεν υπαγορεύει απευθείας την αμαρτία και την ξέχωρη από τη ζωή της Εκκλησίας βιοτή, αλλά «κατά μικρόν υποκλέπτει πανούργως» με το να υποψιθυρίζει στον άνθρωπο τη σκέψη ότι μπορεί να παραμένει στην αρετή και να γνωρίζει αφ” εαυτού τι πρέπει να κάνει, χωρίς καν να εκκλησιάζεται και χωρίς να υπακούει στους ποιμένες και διδάσκαλους της Εκκλησίας. Και όταν κατορθώσει να τον βγάλει από τη λατρευτική ζωή της Εκκλησίας, τον απομακρύνει από τη Χάρη του Θεού, αφού προηγουμένως τον παραδώσει στη δουλεία των παθών.
Γιατί, τώρα, παραχωρεί ο Θεός στον διάβολο να μας πολεμά; Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής αναφέρει πέντε λόγους:
· Ο πρώτος είναι για να έλθουμε σε διάκριση της αρετής από την κακία, διεξάγοντας αυτόν τον αγώνα.
· Ο δεύτερος, ώστε με τον αγώνα να διατηρήσουμε βέβαιη και αμετάθετη την αρετή.
· Ο τρίτος για να μην υπερηφανευόμαστε, προκόπτοντες στην αρετή, αλλά να θεωρούμε ότι είναι δωρεά Θεού.
· Ο τέταρτος για να μισήσουμε τελείως την κακία και ο πέμπτος για να μην ξεχάσουμε την δική μας ασθένεια και την δύναμη του Θεού, όταν φθάσουμε στην απάθεια. 
Το κακό σήμερα είναι ότι η παιδεία και όλος μας ο πολιτισμός αγνοεί αυτή την πραγματικότητα.
 Όχι μόνο δεν τα αντιμετωπίζει, αλλά ούτε μιλάει για το διάβολο και την αμαρτία. Γι” αυτό μπορούμε με βεβαιότητα να πούμε, ότι αφήνουμε τον άνθρωπο αλύτρωτο, ανίσχυρο και αδύνατο.
Και μείς με την σειρά μας λησμονήσαμε σαν ορθόδοξοι ότι ανήκουμε στην Εκκλησία του Χριστού και εισερχόμεθα σ” αυτήν όχι για να επιτελέσουμε ένα τυπικό καθήκον και να δικαιώσουμε τους εαυτούς μας, αλλά για να θεραπευθούμε. Γιατί η Εκκλησία είναι θεραπευτήριο, νοσοκομείο μέσα στο οποίο εισέρχεται ο άνθρωπος για να θεραπεύσει τον εσωτερικό του κόσμο και να απαλλαγεί από τα πάθη του και όχι για να ξεχωρίσει τον καλό του εαυτό. Από την άλλη πλευρά η κένωση των εκκλησιαστικών μυστηρίων είναι το πιο αποκαρδιωτικό φαινόμενο της εκκλησιαστικής μας ζωής.
Γιατί ενώ τα μυστήρια δόθηκαν στην Εκκλησία για τη σωτηρία του ανθρώπου, να εξορκίζει, να πολεμά και να νικά το Σατανά, εμείς τα μετατρέψαμε σε ευκαιρίες ατομικής κενοδοξίας και κοινωνικής ματαιοδοξίας. Λησμονήσαμε φαίνεται «ότι όπου δεν είναι ο Χριστός, είναι οι δαίμονες, και εκεί που είναι οι δαίμονες οι ορθοί λογισμοί διαφθείρονται και διαστρέφονται».
Αν αυτή την αλήθεια ζήσουμε θα βγούμε από τον εγκλωβισμό μας στην πλάνη του διαβόλου και της αμαρτίας και θα γίνουμε ελεύθεροι.
Ωστόσο δεν χρειάζεται φόβος. Όχι!Υπάρχει ο Χριστός, η Εκκλησία, η λατρευτική ζωή, η προσευχή, η πνευματική ανδρεία, η μετάνοια. Μια ορθοδοξία που δεν νικά, αλλά νικάται από το διάβολο, που δεν είναι φοβερή, αλλά φοβάται τους δαίμονες, δεν είναι του Χριστού και της Εκκλησίας.
Καλούμεθα να μαρτυρήσουμε μέσα από τη δογματική μας συνείδηση ότι Κύριος του κόσμου και της ιστορίας είναι ο Χριστός. Όποιος γνωρίζει την αλήθεια αυτός ούτε φοβάται ούτε απελπίζεται.
Σε απάντηση της ερωτήσεως, «συ ει ο ερχόμενος ή άλλον προσδοκούμεν;» ο Κύριος αποκριθείς είπεν: «πορευθέντες απαγγείλατε α είδατε και ηκούσατε· τυφλοί αναβλέπουσιν, χωλοί περιπατούν, λεπροί καθαρίζονται, νεκροί εγείρονται, πτωχοί ευαγγελίζονται. «Έφθασεν εφ” ημάς η Βασιλεία του Θεού».
Μακάρι να ζήσουμε την αλήθεια αυτή τίμια, βαθειά και ειλικρινά. Είναι ό,τι καλύτερο για μας, τον κόσμο μας, τα παιδιά και τους νέους μας για να ανακαλύψουμε το βαθύτερο νόημα της ζωής, την αληθινή φύση του ανθρώπου, την ελευθερία και τη θεογνωσία.


Σχέση πίστεως και αναζήτησης σημείων (Χρυσόστομος)

0
0

Απόσπασμα από την ΚΔ’ (24) ομιλία του αγίου Ιωάννη του Χρυσοστόμου από το Ευαγγέλιο του Ιωάννη, ΕΠΕ 13, σελ. 373-377. Ο ιερός Χρυσόστομος εξετάζει το θέμα της πίστης και της αναζήτησης σημείων, βάζοντας τα πράγματα στην θέση τους. Να σημειώσουμε εδώ, ότι ο ιερός Πατέρας δεν αναφέρεται γενικά στα σημεία, αλλά στην αναζήτηση αυτών προκειμένου να πιστέψει κάποιος. Το σημείο έχει και αυτό την θέση του στην Χριστιανική πίστη, είτε ως αρχή αφορμής για να οδηγηθεί κανείς στην διδασκαλία, είτε ως επισφράγισμα της πίστεως (χωρίς αυτό να είναι απόλυτο). Αυτό όμως που προέχει είναι η πίστη που είναι «εξ ακοής» (Ρωμαίους 10:17) και όχι «εκ της οράσεως».

«Ως δε ην εν τοις Ιεροσολύμοις εν τω Πάσχα εν τη εορτή, πολλοί επίστευασαν εις αυτόν»(Ιωάννης, 2:23).

Από τους τότε ανθρώπους άλλοι μεν επέμεναν στην πλάνη, άλλοι παραδέχονταν την αλήθεια, αλλά και μερικοί από αυτούς επειδή μόνο λίγο κατείχαν αυτήν, πάλι εξέπιπταν από αυτήν. Αυτούς υπαινισσόμενος ο Χριστός, τους συνέκρινε με σπόρους, οι οποίοι δεν βρίσκονται στο βάθος, αλλά ριζοβολούν πάνω από την επιφάνια του εδάφους και οι οποίοι, είπε, θα καταστραφούν ταχέως. Αυτούς υπενθυμίζει επίσης ο Ευαγγελιστής εδώ όταν λέγει:  «Ως ην εν τοις Ιεροσολύμοις εν τω Πάσχα εν τη εορτή, πολλοί επίστευσαν εις αυτόν, θεωρούντες αυτού τα σημεία, α εποίει. Αυτός δε ο Ιησούς ουκ επίστευεν εαυτόν αυτοίς»Σταθερότεροι ήσαν εκείνοι οι μαθητές του, οι οποίοι παρακινήθηκαν να προσέλθουν όχι μόνο από τα θαύματα, αλλά και από την διδασκαλία. Διότι τους μεν αφελέστερους προσέλκυαν τα θαύματα, τους λογικότερους οι προφητείες και η διδασκαλία. Όσοι λοιπόν δελεάστηκαν από την διδασκαλία, αυτοί ήσαν σταθερότεροι από εκείνους, οι οποίοι ακολούθησαν ένεκα θαυμάτων. Αυτούς μακάριζε και ο Χριστός λέγων: «Μακάριοι οι μη ιδόντες, και πιστεύσαντες» (Ιωάννης 20:29). Αλλά ότι αυτοί δεν ήσαν αληθινοί μαθητές, αποδεικνύει και αυτό που πρόσθεσε. Διότι λέγει ο Ευαγγελιστής, «Αυτός ο Ιησούς ουκ επίστευεν εαυτόν αυτοίς». Γιατί; «Δια το γινώσκειν πάντα, και ότι ου χρείαν είχεν, ίνα τις μαρτυρήση περί του ανθρώπου· αυτός γαρ εγίνωσκε τι ην εν τω ανθρώπω». Και αυτό που λέει, σημαίνει τούτο: Δεν πρόσεχε εις τα εξωτερικά λόγια, διότι διείσδυε σε αυτές τις καρδιές και εισχωρούσε στην διάνοια και μολονότι γνώριζε καλώς τον πρόσκαιρο ζήλο τους, δεν θεωρούσε αυτούς ως τέλειους μαθητές και δεν εμπιστεύονταν σε αυτούς όλα τα δόγματα, διότι δεν πίστευαν ακόμα με βεβαιότητα. Αλλά η γνώση εκείνων, τα οποία βρίσκονται στην καρδιά των ανθρώπων είναι έργο μόνο του Θεού, ο οποίος έπλασε τις καρδιές. «Συ επίστασαι καρδίας μονώτατος» (Γ’ Βασιλειών, 8:39). Δεν είχε λοιπόν ανάγκη μαρτύρων, για να γνωρίσει την διάνοια των δικών του πλασμάτων. Για αυτό δεν είχε εμπιστοσύνη στην πρόσκαιρη πίστη τους. Διότι υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι, ενώ δεν γνωρίζουν τίποτε ούτε από τα παρόντα, ούτε από τα μέλλοντα, τα λέγουν και τα παραδίδουν όλα χωρίς φόβο σε εκείνους που τους πλησιάζουν με δόλο και που πρόκειται μετ’ ολίγον να απομακρυνθούν. Αλλά ο Χριστός δεν έκανε έτσι. Διότι γνώριζε σαφώς όλα τα απόρρητά τους. Τέτοιοι άνθρωποι υπάρχουν και σήμερα πολλοί, οι οποίοι έχουν όνομα πιστού, αλλά είναι ευμετάβλητοι στην πίστη και ασταθείς. Για αυτό ο Χριστός ούτε τώρα εμπιστεύεται τον εαυτό του, αλλά αποκρύπτει τα περισσότερα. Όπως ακριβώς εμείς έχουμε εμπιστοσύνη όχι στους απλά φίλους, αλλά στους γνήσιους έχουμε θάρρος, έτσι και ο Θεός. Άκουσε λοιπόν τι λέει ο Χριστός στους μαθητές του. «Ουκ έτι υμάς λέγω δούλους· υμείς γαρ φίλοι μου εστέ». Από πού και γιατί; «Ότι πάντα, όσα ήκουσα παρά του Πατρός, απεκάλυψα υμίν» (Ιωάννης, 15:14). Για αυτό δεν έδινε τα σημεία στους Ιουδαίους που τα ζητούσαν, διότι τα ζητούσαν για να τον δοκιμάσουν. Επομένως, το να ζητά κανείς σημεία είναι ίδιον αυτών που θέλουν να δοκιμάσουν και τότε και τώρα. Διότι και τώρα υπάρχουν αυτοί που τα ζητούν και λέγουν: Γιατί δεν γίνονται και σήμερα σημεία; Διότι, αν είσαι πιστός, όπως πρέπει να είσαι, και αν αγαπάς τον Χριστό, όπως πρέπει να τον αγαπάς, δεν έχεις ανάγκη από σημεία. Γιατί αυτά δίδονται στους απίστους. Γιατί, θα ρωτήσεις, δεν δόθηκαν στους Ιουδαίους; Βεβαίως δόθηκαν. Εάν όμως ενίοτε δεν τα έλαβαν, όταν τα ζητούσαν, αυτό συνέβη, επειδή τα ζητούσαν όχι για να απαλλαγούν από την απιστία, αλλά για να επιβεβαιώσουν την πονηρία.

exprotestant

Μεγάλη Πέμπτη: Ποιοι ξανασταυρώνουν σήμερα τον Χριστό; (Μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστοδούλου)

0
0

Με δέος και κατάνυξι, ατενίζουμε απόψε στη μέση των εκκλησιών μας υψωμένο το Σταυρό του Λυτρωτή και ακούμε τα ιερά Ευαγγέλια να μας αφηγούνται τις συνθήκες της σταυρώσεως και νοερά μεταφερόμαστε στη μακρυνή εκείνη Ιερουσαλήμ, και ζούμε από κοντά όλες τις φάσεις του θείου δράματος.

Έτσι, καθώς και από το συναξάρι της αποψινής βραδυάς, καλούμαστε να στοχασθούμε πάνω στους «εμπτυσμούς, τα ραπίσματα, τα κολαφίσματα, τας ύβρεις, τους γέλωτας την πορφυραν χλαίναν, τον κάλαμον, τον σπόγγον, το όξος, τους ήλιους, την λόγχην, καί προ πάντων τον σταυρόν και τον θάνατον, α δι’ ημάς εκών κατεδέξατο…», αφήνουμε το νου μας σε ένα γλυκό πνευματικό μετεωρισμό και με αφετηρία τα πραγματικά γεγονότα του πάθους, αναλογιζόμαστε του Χριστού μας την οδύνη πάνω στο Σταυρό.

Ήταν μια οδύνη και ένας πόνος βαθύς που αυλάκωνε όλη του την ύπαρξη. Δεν πονούσε μόνο• σωματικά και υλικά από τις πληγές των καρφιών. Πονούσε και εσωτερικά περισσότερο, πονούσε για την αγνωμοσύνη των ανθρώπων, για την επιμονή τους στην πλάνη, για την άρνησή τους να δεχθούν τη δική του λύτρωση. Και αυτού του είδους ο πόνος, αληθινό μαρτύριο για το Θεό της αγάπης, προεκτείνεται μέσα στους αιώνες, είναι διαρκής και παρατεινόμενος, καθώς κάθε μέρα οι άνθρωποι αυτού του κόσμου παίρνουν στα χέρια τους το σφυρί και τα καρφιά και ξανασταυρώνουν τον Χριστό με τη ζωή και τη συμπεριφορά τους.
***
Ναι. Ο Χριστός ξανασταυρώνεται από τους ανάξιους διαδόχους του, κληρικούς μέσα στην Εκκλησία, που ενώ ανέλαβαν στους ώμους των το βαρύ φορτίο της ευθύνης για τη σωτηρία των ανθρώπων, αυτοί επαναπαύονται στις οποιεσδήποτε απολαβές του αξιώματος των και αδιαφορούν για το λαό του Θεού, που διψάει για πνευματική τροφοδοσία. Προδότες αυτοί της μεγάλης αποστολής τους και διαχειριστές της θείας χάριτος, έμειναν στ’ αχνάρια των φαρισαίων, για τους οποίους ο ίδιος Κύριος είχε πη στο λαό να ακούνε τι λένε, αλλά να μη κάνουν ό,τι κάνουν. Δεν έλειψαν ποτέ από την Εκκλησία οι ανάξιοι και επιλήσμονες. Κοντά στους πολλούς άξιους που δοξάζουν το Θεό, είναι κι’ εκείνοι, οι λίγοι που τον ξανασταυρώνουν, επαναλαμβάνοντας το έγκλημα των ιουδαίων. Και το σταύρωμα αυτό, οδυνηρό όσο και το πρώτο, κατεδαφίζει την πίστη από τις καρδιές των πιστών, γκρεμίζει από μέσα την Εκκλησία, χαροποιεί τους εχθρούς της, θλίβει τους οπαδούς της. Αυτό το ξανασταύρωμα, έχει πελώριες διαστάσεις, γιατί μαρτυρεί πόσο το άλας μωράνθηκε, πόσο οι λυχνίες έσβυσαν. Και ο Χριστός πονεί και πάσχει, όπως τότε πού ψιθύριζε λόγια συγγνώμης για τους σταυρωτές του.
***Ο Χριστός ξανασταυρώνεται από τους κάπηλους των αρχών για τις οποίες θυσιάσθηκε. Πολλοί στην ιστορία του κόσμου έβαλαν για σημαία τους το Ευαγγέλιο του. Κρατώντας το στο χέρι, και στο άλλο το Σταυρό, έκρυψαν από κάτω τις άνομες προθέσεις τους, για να επιτύχουν στο σκοπό τους. Πρόβαλαν το Χριστό για να κερδίσουν χρυσό. Λέρωσαν την αγιότητά του μέσα στη λάσπη των συμφερόντων τους. Έβαλαν στα καλούπια τους τη διδασκαλία του και την δέχτηκαν όσο αυτή εξυπηρετούσε τα σχέδιά τους. Έτσι καταπάτησαν τον ίδιο το Χριστό στο πρόσωπο της εικόνας του, εκμεταλλεύθηκαν τον αδύνατο, αιχμαλώτισαν την ‘ Εκκλησία. Ουσιαστικά, κάθε φορά που εχρησιμοποίησαν το Χριστό, για να ικανοποιήσουν είτε τις φιλοδοξίες των, είτε τις πολιτικές και οικονομικές τους επιδιώξεις, δεν έκαναν τίποτε άλλο παρά να ξανασταυρώνουν τον Κύριο ανελέητα, αθεόφοβα και υβριστικά.
**
Ο Χριστός ξανασταυρώνεται από τους ιδεολογικούς αντιπάλους της πίστεως. Με την πέννα τους βουτηγμένη στο δηλητήριο της αρνήσεως και της συκοφαντίας, με ένα μίσος πρωτοφανές ορμούν κάθε τόσο επάνω στο σώμα της άγιάς του Εκκλησίας και το κακοποιούν με λύσσα. Ποτίζουν τη νεολαία με το πάθος της αμφισβήτησης, ενσπείρουν στο λαό την αμφιβολία, επιστρατεύουν την επιστήμη σα σύμμαχό τους στον ανίερο πόλεμο που διεξάγουν, ενώ αυτή δεν αντιστρατεύεται τη θρησκεία. Χρησιμοποιούν το δόλο και το ψέμα για να επιβάλουν τις απόψεις τους, μισούν την αλήθεια που σώζει, χειρίζονται καλά την τέχνη των εντυπώσεων, κρημνίζουν από τις ψυχές την πίστη. Με όλα αυτά ξανασταυρώνουν τον Χριστό, τινάζουν στο πρόσωπό του τον βούρκο της ψυχής τους, εκτονώνουν πάνω του τα κατάλοιπα του υποσυνειδήτου των, βγάζουν τα απωθημένα τους…
***
Ο Χριστός ξανασταυρώνεται από τους διώκτες της Εκκλησίας του. Κάνοντας χρήση της βίας εκστρατεύουν εναντίον της Εκκλησίας στα καθεστώτα της αθεΐας. Κλείνουν ναούς, απαγορεύουν την λατρεία, καταδιώκουν τους πιστούς, περιορίζουν τα μοναστήρια, δυναστεύουν το φρόνημα, συλλαμβάνουν τους χριστιανούς, τους φοβερίζουν, τους εξορίζουν, τους θανατώνουν. Γεμίζουν το νέο μαρτυρολόγιο της Εκκλησίας, εκατόμβες τα θύματα τους. Η Εκκλησία οδηγείται στις κατακόμβες, οι διώκτες θριαμβεύουν, ο Χριστός πάσχει, ο λαός καταπιέζεται η πίστη χλευάζεται.
***
Ο Χριστός ξανασταυρώνεται από τους δικούς του, από εμένα και σένα, που ενώ ανήκουμε σ’ αυτόν, ανήκουμε και στον αντίδικό μας. Κάνουμε στη ζωή μας συμβιβασμούς υπόπτους και βλαβερούς, προδίνουμε το άγιο όνομα του, παραχωρούμε έδαφος στην ψυχή μας και το προσφέρουμε στο διάβολο. Η ασυνέπειά μας είναι καρφί στα πανάγια χέρια και πόδια του. Η έλλειψη αγωνιστικού φρονήματος είναι η προδοσία του Ιούδα. Η υποχώρησή μας μπροστά στο δέλεαρ της αμαρτίας είναι νέο ράπισμα στο πρόσωπό του. Η αδιαφορία μας για τη σωτηρία μας είναι κολαφισμός άγριος και βάναυσος επάνω του. Η περιφρόνηση προς την Εκκλησία του είναι εμπτυσμός στην όψη του. Η απομάκρυνσίς μας από τη σώζουσα χάρι των Μυστηρίων της είναι χλεύη εμπρός του. Η άρνησίς μας να πλησιάσουμε την ουσία της διδασκαλίας του και να επηρεασθούμε απ’ αυτήν είναι ακάνθινος στέφανος πάνω στην κεφαλή του. Ο φανατισμός μας, που βλέπει τους άλλους, ξένους και εχθρούς, είναι μαστίγωμα της ράχης του. Η αποκλειστικότητα της αγιότητας που την κρύβουμε μόνο για τους εαυτούς μας, κατακρίνοντας όλους τους άλλους, όπως ο φαρισαίος της παραβολής, είναι η λόγχη που ένυξε την πλευρά του. Η επιμονή μας να προσαρμόζουμε την πίστη μας στις αξιώσεις του εαυτού μας είναι θράσος απέραντο. “Ολα μαζί είναι ξανασταύρωμα του Χριστού, επανάληψη του μυστηρίου της ανομίας.

Ο Χριστός ξανασταυρώνεται από τα παιδιά του, που έχοντας υποτιμήσει την αξία του εύκολα τον εγκαταλείπουν για να συρθούν πίσω από ό,τι προς στιγμήν λάμπει και εντυπωσιάζει, είτε ανατολικός μυστικισμός λέγεται αυτό, είτε θιβετιανός διαλογισμός. Τα παιδιά του τον απαρνούνται συχνά, τρέχοντας από δω κι από κει για να πιάσουν στα χέρια τους ό,τι νομίζουν πως μπορεί να τους προσφέρει το πλήρωμα του εσωτερικού κενού της. Κι εγκαταλείπουν την πηγή της σοφίας και της γνώσεως. Προσφεύγουν στα ξυλοκέρατα και περιφρονούν την στερεή τροφή του θείου λόγου που συντηρεί τις καρδιές.
***
Αυτόν το Χριστό που κάθε μέρα ξανασταυρώνεται ας τον ατενίσουμε στοχαστικά απόψε. Όλοι μας, υπεύθυνοι και ανεύθυνοι, μεγάλοι και μικροί. Ας τον ατενίσουμε ειλικρινά και ας του ζητήσουμε να μας συγχωρέσει. Τον πικραίνουμε με τις μικρότητες μας και τα πάθη μας. Με τις επιπολαιότητες και τα παραστρατήματά μας. Με την άρνηση και την ασυνέπειά μας. Εκείνος από του ύψους του Σταυρού του μας περιμένει με τα χέρια ανοικτά, έτοιμος να δεχθή τη μετάνοια μας. Αρκεί όλοι μας να σταθούμε συλλογιστικά μπροστά του. Ο ιερός υμνογράφος θα βάλει απόψε στο στόμα του Νυμφίου το παραπονεμένο ερώτημά του: «Λαός μου τι εποίησά σοι και τι μοι ανταπέδωκας;» Σ’ αυτό το ερώτημα ας κάνουμε να μη ισχύσει για μας η απάντηση: «αντί του μάννα, χολήν, αντί του ύδατος, όξος».

hellas-orthodoxy.blogspot.gr

Τι κάνει η Εκκλησία;

0
0

Τί κάνει ή ’Εκκλησία;

Τό έρώτημα τό έχουμε ακούσει πολλές φορές, ίσως μάλιστα κάποιες άπό αύτές νά τό έχουμε διατυπώσει καί έμεΐς οί ίδιοι… Τί κάνει ή “Εκκλησία; Τόσα προβλήματα… τόσες πλάνες… τόσες εις βάρος τής πίστεως ένέργειες σκοτεινών κέντρων… ποΰ είναι ή ’Εκκλησία;

Τό έρώτημα, όπως τίθεται, ύπονοεΐ ότι Εκκλησία είναι οί έπίσκοποι καί οί ιερείς, καί έπομένως κατ’ ούσίαν πρός αύτούς άπευθύνεται. Είναι όμως έτσι τά πράγματα;

Πρέπει νά ομολογήσουμε ότι σ’ αύτή τήν άντίληψη κρύβεται κάποιο λάθος καίριο καί ούσιαστικό καί άκρως έπικίνδυνο γιά τήν ’ίδια τή ζωή τής Εκκλησίας. Λάθος πού άποτελεΐ μεγαλύτερο κίνδυνο γιά τήν Εκκλησία άπό όποιαδήποτε έπιβουλή έκδηλώνεται έναντίον της. Άς προσπαθήσουμε νά τό έξηγήσουμε αύτό.

Τό πρώτο, βασικό καί καίριο σημείο είναι νά συνειδητοποιήσουμε ότι ή ’Εκκλησία είναι ό ’ίδιος ό Χριστός, όχι μόνο οί έπίσκοποι καί οί ιερείς. Ή ’Εκκλησία είναι ό Χριστός ένωμένος μαζί μας, μαζί μέ όλους τούς πιστούς. Οί έπίσκοποι καί οί ιερείς δέν είναι τοποτηρητές ούτε άντικαταστάτες τού Χριστού, όπως θεωρείται ό πάπας στόν Παπισμό. Ό Θεός δέν έχει ούτε χρειάζεται άντιπροσώπους καί τοποτηρητές.

Οί ιερείς στήν ’Ορθόδοξη ’Εκκλησία είναι διάκονοι καί ύπηρέτες τού λαού τού Θεού, τών πιστών. Τό άξίωμά τους είναι μέγιστο άλλά δέν είναι έξουσιαστικό είναι ύπηρετικό. Προσφέρουν στούς πιστούς τή θεία Χάρη, αύτή όμως δέν είναι δική τους. Είναι ή χάρη τού Χριστού, καί έκεΐνοι είναι άπλώς οί οικονόμοι, οί διαχειριστές τής χάριτος. Τό λέει πολύ ξεκάθαρα ό άπόστολος Παύλος: «Ούτως ήμάς λογιζέσθω άνθρωπος, ώς ύπηρέτας Χριστού καί οικονόμους μυστηρίων Θεού» (Α’ Κορ. δ’ 1)· κάθε άνθρωπος άς κατανοεί ότι ύπηρέτες τού Χριστού γιά χάρη τού λαού του είμαστε έμεΐς οί Απόστολοι ύπηρέτες καί οικονόμοι τών μυστηρίων τού Θεού.

Αύτός μάλιστα είναι καί ό λόγος γιά τόν όποιο οί ιερείς δέν είναι ξεχωρισμένοι άπό τό ύπόλοιπο σώμα τών πιστών, ούτε είναι περισσότερο μέλη τού σώματος τής ’Εκκλησίας άπό τούς άλλους πιστούς. Είναι καί αύτοί μέλη τού ίδιου σώματος τής ’Εκκλησίας, άποτελοϋν μαζί μέ τούς λαϊκούς τόν λαό τού Θεού καί έχουν τήν ίδια ανάγκη σωτηρίας πού έχει ό οποιοσδήποτε άλλος πιστός. Άρα καί οί κληρικοί καί οί λαϊκοί είμαστε έξίσου ύπεύθυνοι γιά τά μεγάλα ζητήματα τής πίστεως καί τά προβλήματα τής ’Εκκλησίας.

Θεωρώντας άτι ’Εκκλησία είναι οί έπίσκοποι καί οί ιερείς διαστρέφουμε πλήρως τήν άλήθεια τής ’Εκκλησίας. Γιατί; Διότι ή άντίληψη αύτή μεταβάλλει τήν ’ίδια τή φύση τής ’Εκκλησίας, άλλάζει τόν χαρακτήρα της, τή δομή της, τά πολίτευμά της. Τήν μετατρέπει σέ σύστημα άνθρώπινο, έγκόσμιο, άντιευαγγελικό. Γι’ αύτό καί ή φράση «τί κάνει ή Εκκλησία;» (μέ τήν έννοια τού τί κάνουν οί έπίσκοποι καί οί ιερείς) είναι άπολύτως άπαράδεκτη στά χείλη ένός ’Ορθόδοξου Χριστιανού.

Άρα;…

Άρα τό έρώτημα όπως τό διατυπώσαμε στήνάρχή, δένέχει θέση.Ή μάλλον έχει θέση άλλά διαφορετική άπό αύτή στήν όποια συνήθως τό τοποθετούμε. Στή σωστή θέση του τό έρώτημα «τί κάνει ή ’Εκκλησία;» σημαίνει: Τί κάνουμε έμεΐς; Τί κάνω έγώ γιά τό συγκεκριμένο ζήτημα;

Μέ τόν τρόπο αύτό, τό έρώτημα γίνεται έλεγκτικό γιά μάς τούς ίδιους. Είναι ένα αύστηρό καί άτεγκτο αύτοκατηγορητήριο, μιά αύτοκαταδίκη γιά τόν καθένα άπό μάς. Διότι είμαστε συνυπεύθυνοι όλοι μέσα στήν ’Εκκλησία. Όποιαδήποτε τυχόν άλλη άντίληψη περί μονομερούς εύθύνης τών κληρικών δέν είναι άπλώς λάθος, είναι αίρεση, διότι, όπως είπαμε, μεταβάλλει τήν ούσία τής ’Εκκλησίας.

Άναμφιβόλως, λόγω τής θέσεώς τους οί κληρικοί έχουν αύξημένη εύθύνη. Όμως καί οί λαϊκοί έχουν εύθύνη. Όλοι, μικροί καί μεγάλοι, άνδρες καί γυναίκες.

Είναι καιρός, είναι ή τελευταία ώρα, είναι ή πιό κρίσιμη στιγμή νά τό συνειδητοποιήσουμε αύτό, διότι τρομερά γεγονότα έπέρχονται ραγδαία καί ό κόσμος μας όλος βυθίζεται στό πιό πυκνό σκοτάδι τής ιστορίας του. Μπροστά σέ μιά τέτοια έφιαλτική προοπτική οφείλουμε όλοι μαζί, κληρικοί καί λαϊκοί, νά προχωρούμε άγκαλιασμένοι σέ μιά άρρηκτη ένότητα, γιά νά σταθούμε άκλόνητοι καί άσυμβίβαστοι στούς μεγάλους πειρασμούς, πού ήδη μάς έχουν άσφυκτικά περικυκλώσει. Τότε καί μόνον έτσι θά αισθανθούμε τή δύναμη τού Χριστού νά μάς ένισχύει, καί θά άξιωθοΰμε νά δούμε πάνω στά πράγματα τή συντριβή τών σατανικών έπιβουλών καί έναν νέο ολόλαμπρο θρίαμβο τής Εκκλησίας μας.

Αγία Γραφή – Σωστός και λάθος τρόπος ερμηνείας

0
0

Ένα πρόβλημα που εμφανίζεται συχνά στο διάλογο με ετεροδόξους είναι το θέμα ερμηνείας της Αγίας Γραφής. Είναι γεγονός ότι πολλές χριστιανικές ομολογίες και ακόμα περισσότερες αιρέσεις ισχυρίζονται ότι στηρίζουν τα δόγματά τους στην Αγία Γραφή, κάτι που με τη σειρά του δημιουργεί ερωτήματα για το κατά πόσον η Αγία Γραφή επαρκεί για να διαπιστώσει κανείς ποια είναι η αλήθεια. Αλλά ας δούμε το θέμα αναλυτικά:

Η εμφάνιση του Κανόνα σε μεγάλο βαθμό προήλθε από την προσπάθεια να διαχωριστούν οι γνήσιες από τις ψευδείς διδασκαλίες. Ήδη, κατά τον 2ο αιώνα, ο Ειρηναίος, ανέφερε ότι ομάδες Γνωστικών είχαν πλάσει και χρησιμοποιούσαν «αμύθητον πλήθος αποκρύφων και νόθων γραφών». Ταυτόχρονα, πρωτο – ορθόδοξοι χριστιανοί συγγραφείς παρέθεταν από ένα πλήθος πηγών πέρα από βιβλία που περιλήφθηκαν στον Βιβλικό κανόνα, και τα οποία αργότερα χαρακτηρίστηκαν ως «νόθα» ή «απόκρυφα»

Σύμφωνα με τη Βικιπαίδεια, ο πρώτος γνωστός μεγάλος κανόνας ήταν ο Μουρατόρειος κανόνας που συντάχθηκε κατά το τέλος του 2ου αιώνα και περιείχε όλα τα κανονικά και μη κανονικά βιβλία. Αυτό, όμως δεν σημαίνει ότι μέχρι τότε δεν υπήρχε κανένα κριτήριο αυθεντικότητας, καθώς τα κείμενα που συνέγραψαν οι Απόστολοι ήδη από τον πρώτο αιώνα έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στη λειτουργία των χριστιανικών εκκλησιών. Αν και η Καινή Διαθήκη δεν αναφέρεται επίσημα σε μια συγκεκριμένη μορφή κανόνα, το γεγονός ότι οι συγγραφείς της Καινής Διαθήκης παρέθεταν και χωρία από τα δευτεροκανονικά βιβλία, δείχνει ότι πολύ νωρίς η Εκκλησία καθιέρωσε κριτήρια για τον Κανόνα της Παλαιάς Διαθήκης.

Γίνεται, έτσι, κατανοητό ότι ο Κανόνας βασίστηκε στην ήδη υπάρχουσα Παράδοση, η οποία έδινε τη βάση για το ποια κείμενα ήταν γνήσια και ποια νόθα. Άρα προφανώς δεν νοείται ερμηνεία της Αγίας Γραφής χωρίς γνώση της Παράδοσης αυτής.

Αλλά μπορεί να ρωτήσει κανείς: δεν σημαίνει αυτό ότι η Αγία Γραφή δεν επαρκεί για να γνωρίσει κανείς την αλήθεια; Η απάντηση στη συγκεκριμένη περίπτωση είναι ότι επαρκεί απόλυτα, αρκεί η μελέτη που θα κάνει κάποιος να μην επηρεαστεί από εξωτερικούς παράγοντες ή ακόμα και τη δική του προσωπική άποψη.

Η ιδέα ότι η Αγία Γραφή μπορεί να ερμηνεύεται κατά συνείδηση ξεκίνησε από τους Προτεστάντες, οι οποίοι με το δόγμα «Sola scriptura – Sola gratia» (Μόνο η Γραφή – Μόνο η Χάρη) θεώρησαν ότι η Ιερά Παράδοση είναι απορριπτέα, και άρα μόνο κριτήριο αλήθειας είναι η Αγία Γραφή. Βέβαια είναι κατανοητό ότι έχοντας γνωρίσει μόνο την αυθαιρεσία των Παπικών σε θέματα πίστης ήταν λογικό να έχουν εχθρική στάση απέναντι σε ότι δεν αποτελούσε «ασφαλές έδαφος». Ταυτόχρονα, όμως, έκαναν το λάθος να παραβλέψουν το γεγονός ότι η Αγία Γραφή δεν είναι αυθύπαρκτη, αντικαθιστώντας, τελικά, την Ιερά Παράδοση με την δική τους παράδοση. Αποτέλεσμα ήταν να διασπαστούν σε δεκάδες μικρότερες ομάδες, καθώς ο καθένας τους απολυτοποιούσε τη δική του κατανόηση, η οποία δεν είχε καμία σχέση με τους πρώτους Πατέρες τους οποίους απέρριπταν.

Η συνέχεια ήταν ακόμα χειρότερη: στην προσπάθειά τους να παρουσιάσουν κάποια σχέση με την πρώτη Εκκλησία, και να μην είναι απλώς μια αίρεση που αποσχίσθηκε από μια άλλη αίρεση, ισχυρίστηκαν ότι ο Παπισμός ήταν η πίστη που συνδεόταν με τους πρώτους Χριστιανούς, και ότι οι Ορθόδοξοι ήταν οι σχισματικοί. Κατ’ αυτόν τον τρόπο μπορούσαν να παρουσιαστούν σαν ακόλουθοι της ορθής πίστης, που θα έσωζαν την Εκκλησία από τον Πάπα. Φυσικά αυτό είχε σαν αποτέλεσμα οι περισσότεροι να αγνοήσουν εντελώς την ύπαρξη της Ορθοδόξου Εκκλησίας και της διδασκαλίας της.

Οι αιρέσεις προχώρησαν ακόμα περισσότερο: αδυνατώντας να βρουν κενά στη θεολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας (κάτι στο οποίο δεν είχαν πρόβλημα με τους Παπικούς) κατέφυγαν στο να χρεώσουν στους Ορθοδόξους σφάλματα των Παπικών (όπως η Ιερά Εξέταση και οι Σταυροφορίες) σε μια προσπάθεια να μειώσουν το κύρος τους. Ταυτόχρονα κακοποίησαν το κείμενο της Αγίας Γραφής, προκειμένου να το φέρουν στα μέτρα τους, ώστε να μπορούν να ισχυριστούν ότι τα δόγματά τους προέρχονταν από την Αγία Γραφή.

Αποτέλεσμα όλων αυτών των πρακτικών ήταν το να δεχτεί η Αγία Γραφή ένα μεγάλο πλήγμα στην αξιοπιστία της. Βέβαια κανείς από τους επικριτές της δεν σταμάτησε να σκεφτεί το εξής απλό: αυτοί που ισχυρίζονται ότι ακολουθούν την Αγία Γραφή το κάνουν όντως, ή έτσι θέλουν να πιστέψουμε;

Πώς μπορούμε, λοιπόν, να διαπιστώσουμε αν μια ερμηνεία της Αγίας Γραφής είναι σωστή ή λάθος; Θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας μερικούς απλούς κανόνες, οι οποίοι, σε συνδυασμό με τη γνώση της διδασκαλίας της Εκκλησίας, μπορούν να μας βοηθήσουν:

Πρώτον, η Αγία Γραφή δεν αντιφάσκει με τον εαυτό της. Άρα, αν μία ερμηνεία συγκρούεται με έστω και ένα μικρό μέρος της Αγίας Γραφής είναι λανθασμένη.

Δεύτερον, μια ερμηνεία πρέπει να είναι σε θέση να καλύψει το σύνολο της Αγίας Γραφής. Ακόμα και αν δεν έρχεται σε άμεση αντίθεση, εάν δεν καλύπτει ορισμένα εδάφια τότε έχει πρόβλημα.

Τρίτον, ακόμα και αν μια ερμηνεία πληροί τους προηγούμενους κανόνες, θα πρέπει να ταιριάζει με τη διδασκαλία που «γέννησε» την Αγία Γραφή: την Ιερά Παράδοση έστω των πρώτων χριστιανικών χρόνων. Εάν έρχεται σε σύγκρουση μαζί της, ή ακόμα περισσότερο δεν την αναγνωρίζει καν, τότε προφανώς έχει δεχτεί επιρροές από άλλους χώρους.

Ένα σημείο που πρέπει να προσέξουμε είναι το ότι οι αιρετικοί που επιδιώκουν διάλογο με Ορθοδόξους συχνά χρησιμοποιούν κάποια μετάφραση της Αγίας Γραφής, και όχι το πρωτότυπο κείμενο, συχνά με τη δικαιολογία ότι «είναι πιο κατανοητή». Μόνο που σχεδόν πάντα πρόκειται για ερμηνεία και όχι για απλή μετάφραση, και άρα έχει δεχτεί προσθήκες, οι οποίες συχνά αλλοιώνουν το νόημα των εδαφίων. Εάν χρειαστεί να ανοίξει κανείς τέτοιο διάλογο, θα πρέπει να επιμείνει στη χρήση του πρωτοτύπου κειμένου.

Άλλο ένα θέμα που πιθανώς θα αντιμετωπίσει κανείς είναι ο ισχυρισμός πολλών προτεσταντικών χώρων για δήθεν «αποστασία της Εκκλησίας». Σύμφωνα με αυτόν, μετά το θάνατο των αποστόλων υπήρξε μια εισροή ειδωλολατρικών διδασκαλιών και η Εκκλησία έχασε τον προσανατολισμό της, με αποκορύφωμα την Α’ Οικουμενική Σύνοδο στην οποία (υποτίθεται) ο Μέγας Κωνσταντίνος επέβαλλε τις απόψεις του και μετέτρεψε την Εκκλησία σε κρατικό όργανο υπό τον έλεγχό του. Με αυτή τη δικαιολογία απορρίπτουν την ερμηνεία των Πατέρων, αφού η Εκκλησία βρισκόταν δήθεν σε πλάνη. Φυσικά μια μελέτη των γεγονότων αποδεικνύει το πόσο σαθροί είναι τέτοιοι ισχυρισμοί, καθώς η Αγία Γραφή βεβαιώνει ότι η Εκκλησία «μένει εις τον αιώνα» και ότι «πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής». Επίσης είναι μάλλον αστείο το γεγονός ότι ενώ θεωρούν τους Πατέρες πλανεμένους εν τούτοις δέχονται τον Κανόνα που αυτοί συνέταξαν ως ορθό.

Συμπέρασμα: η Αγία Γραφή περιέχει το σύνολο της αλήθειας και δεν επιδέχεται παρερμηνεία, εκτός και αν κάποιος προσθέσει ξένα στοιχεία. Σε αυτή την περίπτωση πρέπει να θυμόμαστε ότι η μόνη σωστή ερμηνεία είναι αυτή που έδωσαν οι Πατέρες που τη συνέταξαν, και όχι η όποια προσπάθεια ατόμων εκτός Εκκλησίας που αδυνατούν να κατανοήσουν και να δεχτούν τη διδασκαλία της.

Της Tatiani Melidoni

http://antiairetikos.blogspot.gr/2015/08/blog-post_44.html

Η Γιόγκα

0
0

Η Γιόγκα

Σεβ. Μητροπολίτου Ναυπάκτου κ. Ιεροθέου

   Πολύς κόσμος με ρωτά για την Γιόγκα, που τώρα τελευταία έχει μεγάλη διάδοση στην πατρίδα μας. Πιστεύω πως η πλειονότης των ανθρώπων είναι απληροφόρητη πάνω στα θέματα αυτά, γι’ αυτό και θα ήθελα να χαράξω μερικές γραμμές γύρω από το μεγάλο αυτό θέμα που λέγεται άσκηση της συγκεντρώσεως του νου.

   Εκ πρώτης όψεως φαίνεται πως η Γιόγκα είναι μια γυμναστική (έτσι θέλουν να την παρουσιάζουν), που χαλαρώνει το πνεύμα του ανθρώπου, εκδιώκει την αγωνία και το άγχος και απαλλάσσει τον άνθρωπο από τις διάφορες άσχημες συνθήκες ζωής που δημιουργούν ψυχολογικές ανωμαλίες. Αλλά, όπως μας πληροφορούν διάφορες αναλύσεις αυτής της ασκήσεως, δεν πρόκειται για μια τυπική γυμναστική της θελήσεως του ανθρώπου, αλλά για μια άσκηση που εντάσασεται στην γενική ατμόσφαιρα των ανατολικών θρησκειών. Γιόγκα καλείται η περισυλλογή που φθάνει μέχρι την υπνωτική έκσταση, που λέγεται «γιογκικός ύπνος», ο οποίος χρησιμοποιείται σαν μέσο για την απελευθέρωση της ψυχής από την ύλη και ακόμη χρησιμοποιείται σαν μέσο για την απελευθέρωση από την samsara, δηλαδή από την μετανάστευση των ψυχών. Βασική θεωρία τους είναι ότι «πρέπει να αποφεύγεται μια νέα οδύνη», δηλαδή μια νέα ζωή, γιατί «το παν για τον σοφόν είναι οδύνη». Με άλλα λόγια η γυμναστική αυτή εντάσσεται μέσα σ’ αυτό το θρησκευτικό σύστημα που θεωρεί την ύλη κακή, ζητά την ελευθέρωση της ψυχής από αυτήν και επιδιώκει την αποφυγή της μετενσαρκώσεως.

  Είναι γνωστό ότι η χριστιανική διδασκαλία είναι εντελώς αντίθετη με αυτές τις θεωρίες. Στον Χριστιανισμό διδάσκεται η πίστη στον Θεάνθρωπο Χριστό και ότι όλες οι ασκήσεις έχουν προσωπικό χαρακτήρα. Ο Θεός είναι Πρόσωπο και ο άνθρωπος καλείται να ζει στην κοινωνία εκφράζοντας και βιώνοντας την αρετή της αγάπης. Η σωτηρία του ανθρώπου δεν βρίσκεται στο να χυθεί σαν μια σταγόνα μέσα στον απέραντο ωκεανό, αλλά στην συνάντηση με τον Τριαδικό Θεό. Ο άνθρωπος μέσα σ’ αυτήν την συνάντηση δεν χάνει την προσωπικότητά του. Επίσης είναι εντελώς αντίθετη με τον Χριστιανισμό η μετεμψύχωση ή μετενσάρκωση των ψυχών.

  Ο δυτικός άνθρωπος κυριευμένος από το άγχος και τον νευρωτικό τρόπο ζωής αισθάνεται υπερβολικά κουρασμένος. Αυτό έγινε αντιληπτό από τους διάφορους μύστες των ανατολικών θρησκειών και έτσι μετέφεραν στον δυτικό χώρο τις θεωρίες των θρησκειών της Ανατολής κάπως παραλλαγμένες. Γι’ αυτό, όπως έχω πληροφορηθεί, οι «καθαρόαιμοι» Ινδουϊστές διακατέχονται από μια προκατάληψη γι’ αυτούς που μετέφεραν τις ινδουϊστικές θεωρίες στον δυτικό χώρο. Πάντως αισθάνομαι την ανάγκη να συστήσω σε όσους έχουν ενδιαφέροντα πάνω στο θέμα των κινήσεων αυτών να μελετήσουν το αρκετά κατατοπιστικό βιβλίο του π. Αντωνίου Αλεβιζοπούλου με τίτλο: Ψυχοναρκωτικά, και υπότιτλο, νέες «αιρέσεις» στην Ελλάδα.

  Θα ήθελα να μου επιτραπεί να καταθέσω και κάτι ακόμη.

  Μέσα στην Ορθόδοξη Παράδοση έχουμε ολοκληρωμένη και θαυμάσια διδασκαλία για την καρδιά, τον νου, την ένωση του νου με την καρδιά, την νοερά προσευχή, την θεωρία των λόγων των όντων και την θεωρία του Θεού, την ησυχία, που δεν εξαφανίζει την προσωπικότητα του ανθρώπου, ούτε τον Θεό ως πρόσωπο και δεν στερεί τον άνθρωπο την δυνατότητα να επικοινωνεί με τους συνανθρώπους του, ούτε ακόμη να περιφρονεί το σώμα, την ύλη κ.λ.π. Είναι λυπηρό ότι είμαστε Ορθόδοξοι Χριστιανοί και αγνοούμε όλον αυτόν τον τρόπο ζωής και την διδασκαλία που λέγεται ησυχασμός. Όσοι γνωρίζουν αυτήν την μέθοδο και την χρησιμοποιούν ολοκληρώνονται και συγχρόνως θεραπεύονται από ψυχολογικά και πνευματικά νοσήματα. Κυκλοφορούν πολλά τέτοια βοηθήματα σήμερα. Θα αρκεσθώ να μνημονεύσω μερικά. Είναι «Οι περιπέτειες ενός προσκυνητού», που είχε ευρύτατη διάδοση στον δυτικό κόσμο, οι «Αθωνικοί διάλογοι ήτοι θεολογία της νοεράς προσευχής», «Νήψη και προσευχή», «Μια βραδυά στην έρημο του Αγίου Όρους, ήτοι διάλογος με ερημίτη για την ευχή» κ.λ.π.

  Δεν είναι κρίμα να υπάρχει τόσο πλούσια παράδοση μέσα στον δικό μας Ορθόδοξο χώρο γύρω από τα θέματα της αυτοσυγκεντρώσεως και της νοεράς προσευχής, που είναι αποκαλυπτικά και προσαρμοσμένα στην ψυχολογία μας, και εμείς να ανατρέχουμε σε «εισαγόμενα» συστήματα;

Ιανουάριος 1985 «Ποιότητα ζωής»

http://www.egolpion.com/yoga_nafpaktou.el.aspx
Viewing all 56 articles
Browse latest View live




Latest Images